Νίκος Προγούλης, Γιάννης Ραχιώτης
Σκοπός του άρθρου στο οικονομικό σκέλος του δεν είναι να μπει σε τεχνικές λεπτομέρειες της επόμενης μέρας, για παράδειγμα, τι θα γίνει σε περίπτωση εξόδου από την Ευρωζώνη με το ενεργητικό των τραπεζών ή των ασφαλιστικών ταμείων, με τα ATMs, με τις συμβάσεις, με το αν θα υπάρχουν για ένα διάστημα παράλληλα και τα δύο νομίσματα, (Δραχμή – Ευρώ), κλπ, ζητήματα για τα οποία υπάρχουν σχετικές μελέτες[1], αλλά να υποστηρίξει ότι καταρχήν, μια έξοδος από ΕΕ και Ευρωζώνη όχι μόνο είναι εφικτή, αλλά θα αποδειχτεί επωφελής στο άμεσο και ιδιαίτερα στο απώτερο μέλλον.
Μερικές βασικές σκέψεις:
- Η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να σηκώσει κεφάλι όσο είναι αναγκασμένη να αποπληρώνει ένα χρέος που θα κουρεύεται μόνο τόσο, όσο θα παραμένει και πάλι αδύνατο να εξοφληθεί. Θα αποστραγγίζεται για την αποπληρωμή του κάθε δημόσιο έσοδο, θα ιδιωτικοποιηθούν και τα τελευταία απομεινάρια της κρατικής περιουσίας, θα καταλυθεί ακόμη περισσότερο η εθνική κυριαρχία.
- Μονομερής παύση πληρωμών από την Ελλάδα και άρνηση του χρέους, που εμείς το θεωρούμε μονόδρομο, σημαίνει προβλήματα των Ελληνικών, (και όχι μόνο), τραπεζών χωρίς τη δυνατότητα προσφυγής σε EKT και ΕΕ, οπότε είναι απαραίτητος ο εθνικός έλεγχος του νομίσματος και βεβαίως η εθνικοποίηση των τραπεζών. Αυτός είναι ένας μόνο από τους λόγους που κάνει επιτακτική την έξοδο από την Ευρωζώνη.
- Η έξοδος όμως από την Ευρωζώνη δεν είναι αρκετή, το χρέος δεν είναι αιτία αλλά σύμπτωμα μιας προβληματικής οικονομικής πορείας, η οποία εν συντομία, ήταν η ακόλουθη: Τόσο η αγροτική παραγωγή όσο και η μεταποίηση αποδιαρθρώθηκαν από την ένταξή μας στην ΕΟΚ το 1981 και μετά όταν εκτέθηκαν σε ανταγωνισμό, χωρίς καμία προστασία, με τις κατά πολύ ισχυρότερες οικονομίες του Ευρωπαϊκού κέντρου. Από τότε αρχίζουν να διογκώνονται τα δημόσια ελλείμματα και το το χρέος, (29,7% του ΑΕΠ το 1981 - 65,7% του ΑΕΠ το 1989 – 120% του ΑΕΠ το 2010, κ.ο.κ.). Τα δάνεια που έπαιρνε ο δημόσιος τομέας χρηματοδοτούσαν δημόσιες δαπάνες που στη συνέχεια εν μέρει διαχέονταν ως εισοδήματα στην ιδιωτική οικονομία. (Ένα άλλο μέρος επέστρεφε στους δανειστές με τη μορφή εξοπλισμών και μεγάλων έργων). Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να βιώσουν οι Έλληνες για κάποια χρόνια την ένταξη στην ΕΕ ως ευημερία και όχι ως καταστροφή. Η κατανάλωση εισαγόμενων προϊόντων μεγάλωνε κάθε χρόνο, ενώ παράλληλα τα εγχώρια εργοστάσια έκλειναν, (ενδεικτικά οι γνωστές «προβληματικές επιχειρήσεις» του ΄80), η αγροτική παραγωγή παρά τις επιδοτήσεις μειωνόταν και μεγάλο μέρος της κατέληγε στις χωματερές, ενώ η ανεργία συγκρατείτο από τη στροφή σε μη παραγωγικές δραστηριότητες, βασικά σε παρασιτικές υπηρεσίες, (εμπόριο, μεσάζοντες, κλπ), και στο δημόσιο. Η κρίση του 2008 που δυσκόλεψε την περεταίρω δανειοδότηση, φανέρωσε τα προβλήματα που κρύβονταν τα προηγούμενα χρόνια αλλά έσπρωχναν σταθερά σε αδιέξοδο. Έτσι, σήμερα, ακόμη κι αν μας χαριζόταν το χρέος θα επανεμφανιζόταν σε λίγα χρόνια όσο μένουμε εντός της ΕΕ, λόγω της ανισορροπίας πλεονασματικού κέντρου - ελλειμματικής περιφέρειας.
- Ακόμη κι αν, όπως φέρεται να ελπίζουν οι «φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις», η ΕΕ αλλάξει συμπεριφορά, εγκαταλείψει τη λιτότητα, δηλαδή αποδεχτεί έναν φτηνό τρόπο να δανείζει τα κράτη, για παράδειγμα με ευρωομόλογα ή με έκδοση φρέσκου χρήματος από την ΕΚΤ, και δείχνει ανοχή σε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, (πέραν του ότι αυτά είναι τελείως εκτός της λογικής της, και ενάντια στο λόγο για τον οποίο δημιουργήθηκε το ίδιο το Ευρώ, δηλαδή ως ένα ισχυρό νόμισμα που θα μπορούσε να γίνει ένα ανταγωνιστικό στο δολάριο συναλλακτικό μέσον στο διεθνές εμπόριο και να παίξει το ρόλο του παγκόσμιου αποθεματικού), και πάλι το πρόβλημα απλώς μεταφέρεται στο μέλλον: Τα νέα υψηλότερα χρέη θα πρέπει να εξυπηρετούνται σε βάρος άλλων αναγκών και φυσικά η εξυπηρέτησή τους παρότι θα στραγγίζει τα λαϊκά εισοδήματα σε όλη την Ευρώπη, θα γίνεται όλο και πιο απίθανη. Με λίγα λόγια, παρότι εκεί επικεντρώνεται η κουβέντα στα τόσο στα όργανα της ΕΕ όσο και στα ΜΜΕ, το ζήτημα δεν είναι να βρεθεί ένας «έξυπνος» τρόπος επαναχρηματοδότησης του χρέους. Η Ευρωπαϊκή νομισματική ένωση έχει βαθύτατα δομικά προβλήματα που δεν λύνονται με ανώδυνες χρηματοπιστωτικές ταχυδακτυλουργίες. Ουσιαστική λύση θα ήταν η ΕΕ να μεταφέρει μέρος της παραγωγής από το κέντρο στην περιφέρεια, δηλαδή στις φτωχότερες χώρες, αδιαφορώντας για τη μείωση των κερδών που θα κατέγραφαν τα εθνικά κεφάλαια των ισχυρών χωρών και την απώλεια θέσεων εργασίας στις ίδιες αυτές χώρες χάριν... αδελφοσύνης προς τις φτωχότερες. Θεωρούμε ότι αυτά τα πράγματα δεν έχουν καμία πιθανότητα να συμβούν, άρα η έξοδος από την ΕΕ είναι επίσης μονόδρομος.
Για να αποβεί σε όφελος των λαϊκών στρωμάτων η προτεινόμενη από εμάς έξοδος από Ευρωζώνη και ΕΕ πρέπει να συνοδευτεί από:
· Ακύρωση όλων των δανειακών συμβάσεων, Μνημονίων και σχετικών Νόμων με παράλληλη ολοκληρωτική στάση πληρωμών.
· Αναγκαστική απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση κάθε κοινού αγαθού και δημόσιας περιουσίας που έχει ιδιωτικοποιηθεί
· Έλεγχο στην κίνηση αγαθών, κεφαλαίων και υπηρεσιών (τελωνειακοί έλεγχοι, συναλλαγματικοί έλεγχοι, ποσοστώσεις κλπ.) ώστε να θωρακιστεί η οικονομική αυτοδυναμία της χώρας.
· Εθνικοποίηση των Τραπεζών και κρατική εγγύηση των καταθέσεων. Εθνικοποίηση επίσης των στρατηγικών κλάδων της οικονομίας, ειδικότερα εκείνων που καλύπτουν βασικές βιοτικές ανάγκες
· Επανεισαγωγή της δραχμής και μερική υποτίμησή της με παράλληλη μετατροπή των καταθέσεων σε δραχμές, και μέτρα ώστε να μην πληγούν τα λαϊκά εισοδήματα και οι μικροκαταθέτες
· Επαναφορά μισθών και συντάξεων στα προ Μνημονίων επίπεδα
- Γενική καταγραφή κινητής και ακίνητης περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων στο εξωτερικό ώστε να είναι δυνατή η φορολόγηση της μεγάλης περιουσίας
- Δημιουργία συστήματος Υγείας, Εκπαίδευσης και Κοινωνικών Υπηρεσιών που θα καλύπτει τις λαϊκές ανάγκες .
- Υποστήριξη συνεταιρισμών και δημόσιες επενδύσεις με εργατικό, λαϊκό και κοινωνικό έλεγχο.
Η έξοδός μας από Ευρωζώνη και ΕΕ επείγει: Η συνεχιζόμενη συρρίκνωση της παραγωγής μας, ιδιαίτερα στην παρούσα περίοδο της ύφεσης[2] κάνει δυσκολότερο το έργο της οικονομικής μας ανασυγκρότησης στο μόλον.
ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΗ Η ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΕ ?
Σήμερα εξαρτόμαστε από τους «Ευρωπαίους εταίρους» μας για να ισοσκελίσουμε
· Το δημόσιο έλλειμμα (που σημαίνει ότι τα κρατικά έξοδα είναι μεγαλύτερα από τα έσοδα. Εδώ βασίζονται όσοι μας τρομοκρατούν ότι βγαίνοντας από Ευρωζώνη και ΕΕ δεν θα μπορούμε να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις)
· Το ισοζύγιο πληρωμών (που σημαίνει ότι τα αγαθά και οι υπηρεσίες που εξάγουμε συν κάποιες πληρωμές προς την Ελλάδα, είναι μικρότερης αξίας από αυτά που εισάγουμε. Εδώ βασίζονται όσοι μας τρομοκρατούν ότι βγαίνοντας από Ευρωζώνη και ΕΕ δεν θα μπορούμε να εισάγουμε πετρέλαιο, φάρμακα, τρόφιμα, κλπ)
Ας τα εξετάσουμε ξεκινώντας από το δημόσιο έλλειμμα: Αν υποθέσουμε ότι σταματάμε να πληρώνουμε το χρέος και τους τόκους, όπως εμείς προτείνουμε, δεν υπάρχει έλλειμμα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου οικονομικών[3], για το 2011 οι δαπάνες, πλην τοκοχρεολυσίων, είναι 55,9 δις, εκ των οποίων 3 δις είναι «άλλες δαπάνες εξυπηρέτησης χρέους πλην τόκων, κλπ», ποσό που φυσικά πρέπει να αφαιρεθεί, και τότε οι δαπάνες αντιστοιχούν ακριβώς στα έσοδα, που είναι, (πάντα σύμφωνα με τον προϋπολογισμό), 52,9 δις, χωρίς να περιλαμβάνουν τα έκτακτα χαράτσια, και χωρίς να υπολογίζουμε καθόλου εισροές από την ΕΕ. Ωστόσο, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο ισοσκελισμός των εσόδων και των εξόδων δεν είναι τόσο λογιστικό όσο πολιτικό ζήτημα: Η ιεράρχηση των δαπανών, το τί επιλέγω να πληρώσω και τί όχι, αν για παράδειγμα, η πληρωμή μισθών, συντάξεων, δαπανών υγείας και παιδείας, προηγούνται των εξοπλιστικών δαπανών, είναι ένα πολιτικό ζήτημα. Αντίστοιχα, το αν τα έσοδα πρέπει να αυξηθούν με φορολογία της μεγάλης περιουσίας ή με αύξηση του ΦΠΑ, είναι επίσης ένα πολιτικό ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση, είναι νομίζουμε φανερό ότι ακόμη κι έτσι, τα έσοδα επαρκούν για την κάλυψη των πιο καίριων αναγκών. Είναι όμως ανάγκη η σημερινή κατάσταση να βελτιωθεί, και αυτό θα γίνει με μετατόπιση του φορολογικού βάρους από τις πλάτες των φτωχότερων στρωμάτων στη μεγάλη περιουσία, τους εφοπλιστές που εκτελούν εθνικές μεταφορές, (γιατί μόνο αυτοί μπορούν να φορολογηθούν), την εκκλησία, κλπ. Φυσικά, πρέπει να μειωθούν οι άχρηστες δαπάνες, πχ. εξοπλισμών, ασφάλειας, (γιγαντισμός αστυνομίας), προγραμμάτων ΜΚΟ, δαπάνες βιτρίνας (αθλητικές, προβολής πχ. έκθεση Θεσσαλονίκης, κλπ).
Πέρα όμως από αυτά, καθώς θα μπούμε σε μια προσπάθεια ανασυγκρότησης της οικονομίας μας, θα χρειαστούν πρόσθετες κρατικές δαπάνες για παραγωγικές επενδύσεις. Αυτές θα μπορούν να χρηματοδοτηθούν από κόψιμο χρήματος, αφού θα ελέγχουμε πια το νόμισμά μας. Προσοχή, το χρήμα αυτό δεν θα είναι πληθωριστικό, γιατί δεν θα κατευθυνθεί στην κατανάλωση, θα κατευθυνθεί στην παραγωγή κι έτσι θα έχει αντίκρισμα σε πραγματικές αξίες.
Ας δούμε τώρα το ισοζύγιο πληρωμών. Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα έχει χρόνια αδυναμία να ισοσκελίσει το εμπορικό της ισοζύγιο, που σημαίνει ότι οι εισαγωγές αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων ήταν πάντα, και είναι ακόμη σήμερα, μεγαλύτερες από τις εξαγωγές. Μέρος αυτού του ελλείμματος καλύπτεται από πλεόνασμα σε υπηρεσίες, πχ. τουρισμός, ένα άλλο από μεταβιβαστικές πληρωμές, και τέλος από κινήσεις κεφαλαίων, στις οποίες περιλαμβάνονται τα δάνεια. Ωστόσο, το εμπορικό έλλειμμα διογκώθηκε σημαντικά τα χρόνια της ΕΕ από πολυτελείς καταναλωτικές δαπάνες, οι οποίες εύκολα μπορούν να περισταλούν. Αυτό συμβαίνει δραστικά από μόνο του το τελευταίο δύσκολο διάστημα, όπως είναι και εμπειρικά φανερό από τις μειώσεις στις πωλήσεις αυτοκινήτων, σκαφών, κλπ: Το εμπορικό έλλειμμα, από 44 δις το 2008, πήγε στα 31,8 δις το 2010, έπεσε στα 19,9 δις το 2011, και το Ά 3μηνο του 2012 παρουσίασε περεταίρω μείωση 32,5% πέφτοντας από τα 6.982 δις το Α΄3μηνο του 2011 σε 4.712 δις το αντίστοιχο διάστημα του 2012[4]. Ωστόσο, η μείωση αυτή έχει στις παρούσες συνθήκες σαφή όρια. Ένα τέτοιο όριο, κατά τεκμήριο μη πολυτελούς δαπάνης, είναι, για παράδειγμα, το έλλειμμα στον διατροφικό τομέα, (περί τα 135 εκατ. Ευρώ μηνιαία), που θα συνεχίσει να υφίσταται όσο είμαστε στην ΕΕ, αλλά δεν υπάρχει λόγος να μην ισοσκελιστεί από εγχώρια παραγωγή στην περίπτωση που βγούμε. Βεβαίως, η Ελλάδα ούτε μπορεί, ούτε θα θέλαμε, ακόμη κι αν μπορούσε, να γίνει μια αυτάρκης χώρα. Υπάρχουν εισαγωγές που είναι απαραίτητες για να διατηρήσουμε ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, και να υποστηρίξουν την εγχώρια παραγωγή, αλλά αυτές μπορούν να συνεχίσουν να γίνονται όπως συνέβαινε στα προ ΕΕ χρόνια και όπως κάνουν όλες οι άλλες εκτός ΕΕ χώρες.
Επιπλέον, με έξοδο από Ευρωζώνη και ΕΕ το εμπορικό ισοζύγιο θα βελτιωθεί για τους εξής λόγους:
· Η αυξημένη εγχώρια παραγωγή, που τώρα θα προστατεύεται από δασμούς, θα τονωθεί με εθνική προσπάθεια ανασυγκρότησης και δεν θα εξαρτάται αποκλειστικά από το αν υπόσχεται κέρδη σε ιδιωτικά κεφάλαια, θα κάνει περιττό ένα μέρος των εισαγωγών. Με άλλα λόγια, η μεγάλη αλλαγή που θα συμβεί, θα είναι η ανάκτηση της εσωτερικής αγοράς
- Εγκαταλείποντας το σκληρό Ευρώ, η Ελλάδα θα βελτιώσει περεταίρω το εμπορικό της ισοζύγιο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
· Η Ελλάδα, εκτός ΕΕ, θα μπορεί να στραφεί για φτηνότερες εισαγωγές, πχ. πετρελαίου, ή άλλων προϊόντων, σε όποια χώρα προσφέρει τους καλύτερους όρους, και μάλιστα, αν είναι δυνατόν, συνάπτοντας διακρατικές συμφωνίες για αντίστοιχες εξαγωγές.
Σημειώνουμε ότι μπορεί ένα, σε λογικά πλαίσια, αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο να εξισορροπείται από ένα αντίστοιχα πλεονασματικό ισοζύγιο υπηρεσιών.
Το ποσοστό υποτίμησης της δραχμής θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το πόσο ελλειμματικό θα είναι το ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών. Όταν θα υπάρξει ένα ισορροπημένο ισοζύγιο, (πράγμα στο οποίο θα βοηθά η υποτίμηση), τότε θα μπορεί, σε εκείνη την ισοτιμία, να σταθεροποιηθεί το νέο νόμισμα. Η υποτίμηση που αρχικά θα γίνει, θα έχει σαν αποτέλεσμα να ακριβύνουν τα εισαγόμενα αγαθά, όχι αυτά που θα παράγονται εγχώρια. Όσα από τα εισαγόμενα αγαθά καλύπτουν βασικές ανάγκες, κι επομένως η αύξηση της τιμής τους θα πλήξει το εισόδημα των λαϊκών στρωμάτων, πρέπει να επιδοτηθούν, εν μέρει από τους δασμούς που θα μπουν στην εισαγωγή πολυτελών αγαθών. Επιπρόσθετα, η υποτίμηση θα έχει σαν παράπλευρο αποτέλεσμα έναν εισαγόμενο πληθωρισμό. Αυτό όμως στις σημερινές συνθήκες πρέπει να είναι το τελευταίο πράγμα που μας απασχολεί: Υπολογίζεται ότι μια υποτίμηση της δραχμής 50% θα έχει επίπτωση έναν εισαγόμενο πληθωρισμό του 5-6%, τον πρώτο χρόνο, ενώ θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας κατά 37 – 42%[5]. Αυτό θα κινητοποιήσει και την εγχώρια παραγωγή, χωρίς την καταστροφή της τωρινής μείωσης των μισθών.
ΓΙΑΤΙ Η ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΛΙΤΟΤΗΤΑ ΔΕΝ ΒΟΗΘΑΕΙ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ Η ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ ΕΝΤΟΣ ΕΕ ΚΑΙ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ ΟΠΩΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΝ ΟΙ «ΦΙΛΟΕΥΡΩΠΑΙΣΤΕΣ» ΔΕΝ ΘΑ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ
Η νεοφιλελεύθερη λιτότητα που επιβάλλει η ΕΕ μέσω των μνημονίων, αυτονόητα ευνοεί την κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου, σε κάμμυα όμως περίπτωση δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση, όπως γίνεται σε όλους πλέον φανερό. Η τόνωση της «ανταγωνιστικότητας» μιας οικονομίας μέσω της μείωσης των μισθών και την καταστροφή του κοινωνικού κράτους, λειτουργεί μόνο στα νεοφιλελεύθερα οικονομικά εγχειρίδια. Στον πραγματικό κόσμο, δεν βλέπουμε την Αλβανία, ή τη Μολδαβία να είναι πιο ανταγωνιστικές από τη Γερμανία ή την Ιαπωνία, για να δώσουμε ένα ακραίο παράδειγμα, απλώς και μόνο επειδή έχουν χαμηλότερο εργατικό κόστος. Που σημαίνει ότι πολλοί άλλοι παράγοντες παίζουν σημαντικότερο ρόλο. Βεβαίως, υπάρχουν κάποιες χώρες όπου πέρα από τις πλείστες άλλες προϋποθέσεις που υπάρχουν σε αυτές, βασίζονται και στο χαμηλό εργατικό τους κόστος για να είναι ανταγωνιστικές, όπως π.χ. είναι η Κίνα ή η Ινδία. Όμως, θα θέλαμε, αγαπητοί φίλοι, ακόμη κι αν μπορούσαμε να τις ανταγωνιστούμε, να μετατρέψουμε έναν λαό σε εξαθλιωμένο δούλο για να πλουτίσει η επιχειρηματική τάξη ?
Γνώμη μας είναι ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τη λογική του ανταγωνισμού. Δεν θα μπορέσουμε να παράξουμε ποτέ φτηνότερα παιχνίδια από τους Κινέζους, καλύτερα αυτοκίνητα από του Γερμανούς, φτηνότερο λάδι από τους Ισπανούς, κ.ο.κ. και αυτό δεν είναι κακό. Ακόμη κι αν τα καταφέρναμε το τίμημα θα ήταν τρομαχτικό. Ούτε θα θέλαμε να καταντήσουμε ένα τεράστιο τουριστικό θέρετρο, αν υποθέσουμε ότι μόνο αυτό μπορούμε να κάνουμε «καλύτερα από όλους στον κόσμο», δουλεύοντας όλοι σαν «γκαρσόνια της Ευρώπης» και ιδιωτικοποιώντας κάθε παραλία, όπως γίνεται σε πιο προχωρημένους από εμάς τουριστικούς παραδείσους. Αλλά ακριβώς αυτή είναι η «ανάπτυξη» που οραματίζονται όσοι βλέπουν το μόλον μας σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο ελεύθερης οικονομίας όπου ο καθένας κάνει μόνο αυτό που μπορεί καλύτερα. Μην ξεχνάμε ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα εξαρτόμαστε διπλά: και από την έλευση κάθε χρόνο των τουριστών, και από τις εισαγωγές προϊόντων που δεν παράγουμε για να επιβιώσουμε. Θεωρούμε ότι πολύ προτιμότερο είναι να προσπαθήσουμε, και εμείς, και όλες οι άλλες χώρες, να καλύψουμε στο μεγαλύτερο βαθμό τις ανάγκες μας με τη δική μας παραγωγή, που θα γίνεται με ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και με σεβασμό στο περιβάλλον μας. Βεβαίως και θα υπάρχει διεθνές εμπόριο, με συμπληρωματικό όμως ρόλο και με ισορροπία εισαγωγών – εξαγωγών. Η προτεινόμενη λοιπόν φιλελεύθερη λιτότητα, πάει χέρι – χέρι με την ανταγωνιστική λογική που εμείς απορρίπτουμε, το δε «ελεύθερο διεθνές εμπόριο» σημαίνει τον εξοντωτικό ανταγωνισμό μισθών, εργασιακών δικαιωμάτων και περιβαλλοντικών κανόνων. Ακολουθεί, υποτίθεται, μια λογική ανάπτυξης που βασίζεται στην τόνωση της παραγωγής, αφού ποντάρει στη μείωση του κόστους.
Στον αντίποδα βλέπουμε μια άλλη, Κεϋνσιανή θα λέγαμε, λογική ανάπτυξης, ιδιαίτερα δημοφιλή στην «Ευρωπαϊκή αριστερά», την εγκατάλειψη της λιτότητας, που θα τονώσει τη ζήτηση. Αυτό όμως θα μπορούσε να λειτουργήσει μόνο σε μια σχετικά κλειστή, σε κάθε περίπτωση σε μια προστατευμένη οικονομία, όπως αυτή που προτείνουμε με την έξοδο από την ΕΕ. Εντός της ΕΕ, τα διευρυνόμενα Ελληνικά ελλείμματα, (αυτό σημαίνει εγκατάλειψη της λιτότητας), θα μετατραπούν, όπως και στο παρελθόν, σε Γερμανικά πλεονάσματα, για να το πούμε σχηματικά. Αυτός είναι ο λόγος που στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη «ελεύθερη οικονομία» τέτοιου είδους λύσεις είναι εκτός τόπου χρόνου όπως παραδέχονται ακόμη και θεωρούμενοι «κεϋνσιανοί» οικονομολόγοι.
Ένας πρόσθετος λόγος για να απεμπλακούμε από την ΕΕ είναι ότι τα μέτρα που περιγράψαμε πιο πάνω, που συγκροτούν ένα ελάχιστο πλαίσιο στήριξης και ανόρθωσης της οικονομίας μόλις βγούμε από την ευρωζώνη , απαγορεύονται ρητά από τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Συνεπώς δεν μπορούν να εφαρμοσθούν όσο η χώρα διέπεται από το νομικό πλαίσιο της Ενωσης . Οι συνθήκες που διέπουν την ΕΕ, όπως διαμορφώθηκαν μετά τη συνθήκη της Λισαβόνας, απαγορεύουν κάθε δασμό, ή άλλη ενίσχυση της εθνικής παραγωγής, κάθε περιορισμό στις εισαγωγές και φυσικά κάθε περιορισμό στην κίνηση κεφαλαίων. Οι σημαντικότεροι τομείς για την οικονομία, όπως οι εμπορικές πολιτικές, η αγροτική πολιτική κλπ είναι εκχωρημένες στα κοινοτικά όργανα. Ο «ελεύθερος» ανταγωνισμός αποτελεί καταστατική υποχρέωση για τα κράτη μέλη, με φυσικό επακόλουθο τη συντριβή των ασθενέστερων οικονομιών . Η εφαρμογή του, πέρα από τον πολιτικό έλεγχο, ελέγχεται και δικαστικά. Τέλος ο αντιδημοκρατικός τρόπος συγκρότησης των οργάνων διοίκησης της ΕΕ και λήψης αποφάσεων αποκλείει κάθε ελπίδα αλλαγής συσχετισμών υπέρ των ασθενέστερων.
Η έξοδος από την ΕΕ δεν σημαίνει διεθνή απομόνωση, ιδίως σήμερα που αναδύονται νέοι σημαντικοί διεθνείς παίκτες που αναζητούν διεθνείς συνεργασίες σε πολλά επίπεδα. Η απαγκίστρωση από τους επιθετικούς δυτικούς οργανισμούς της ΕΕ και φυσικά του ΝΑΤΟ, θα διευκολύνει διμερείς και πολυμερείς οικονομικές συνεργασίες, που σήμερα είτε απαγορεύονται νομικά, είτε αποτρέπονται πολιτικά. Προφανώς πρέπει να διατηρήσουμε κατά το δυνατόν καλές οικονομικές σχέσεις με όλες τις δυτικές χώρες, Όμως μια ενδεχόμενη επιθετική συμπεριφορά τους, μπορεί πλέον να εξισορροπηθεί από συνεργασίες με χώρες όπως η Κίνα , Ρωσία, Ινδία κλπ. Σε κάθε περίπτωση για την οικονομική σταθεροποίηση της χώρας είναι αναγκαία και η αναζωογόνηση των σχέσεων μας με τον αραβικό κόσμο, με ταυτόχρονη διακοπή των σχέσεων με το Ισραήλ, η ανάπτυξη ισότιμων σχέσεων με τις βαλκανικές χώρες και η εξακολούθηση της αναζήτησης των αναγκαίων, έστω και πολύ λεπτών ισορροπιών με την Τουρκία .
[1] Βλ. σχετικά, το RMF report “A route out of the Eurozone crisis”, Nov. 2011
[2] Το ΑΕΠ μειώνεται με ρυθμό 6,2% το Α΄τρίμηνο το 2012 και ο δείκτης Βιομηχανικής παραγωγής μειώνεται 8,5% το 12μηνο Μαρ. 2011 – Μαρ. 2012 (Πηγή ΕΛ.ΣΤΑΤ.)
[3] Τα νούμερα δεν είναι οριστικά, υπόκεινται ακόμη σε τροποποιήσεις, μπορούν όμως, θεωρούμε, να χρησιμοποιηθούν ως τάξη μεγέθους
[5] RMF report “A route out of the Eurozone crisis”, Nov. 2011, σελ. 85