Απολογία Άρη Σειρηνίδη, 10.10.2011
Ασφαλώς και δεν με εκπλήσσει η ικανότητα της αστικής δικαιοσύνης να διαστρέφει την ιστορία. Να μετατρέπει τη ληστεία του κοινωνικού πλούτου από τους καπιταλιστές σε εθνική ευεργεσία και την αλληλεγγύη των καταπιεσμένων σε εγκληματική πράξη· τη βία του κράτους σε προστασία του πολίτη και τη λαϊκή αυτοάμυνα σε τρομοκρατία.
Η δίκη αυτή συνιστά παραδειγματική περίπτωση μιας τέτοιας διαστροφής. Είναι ένα ακόμα επεισόδιο στη μακρά σειρά των κοινωνικών και ιστορικών κατασκευών με τις οποίες το ελληνικό κράτος κατέστειλε, άλλοτε ως ληστοσυμμορίτες τους αγωνιστές της αντίστασης και του εμφυλίου και άλλοτε ως περιθωριακούς, βάνδαλους ή κουκουλοφόρους τους εξεγερμένους από τα Ιουλιανά και το Πολυτεχνείο ως τον Δεκέμβρη του ’08 και τις πρόσφατες αντιμνημονιακές διαδηλώσεις. Είναι συνέχεια εκείνων των κατασκευών που μετέτρεψαν τους δωσίλογους σε εθνικόφρονες και τους βασανιστές της χούντας σε συνταξιούχους αστυνομικούς ∙ κομμάτι της ίδιας «ιστορίας» που εκτοπίζει ως μιάσματα τους κομμουνιστές στα ξερονήσια και φυλακίζει ως τρομοκράτες τους λαϊκούς αγωνιστές στα υπόγεια κελιά των φυλακών.
Χαρακτηριστική της ολομέτωπης επίθεσης που έχει εξαπολύσει το κράτος και το κεφάλαιο σε όλη την κοινωνία, η σημερινή δίκη απευθύνει ένα ηχηρό μήνυμα προς όλους όσοι αναζητούν δρόμους αντίστασης έξω από τα όρια της αστικής νομιμότητας. «Θα σας κόψουμε τα πόδια, θα σας στείλουμε στον τάφο» κραυγάζουν οι εξουσιαστές και σηκώνουν απειλητικά τον πέλεκυ της δικαιοσύνης τους. Τον ίδιο με αυτόν που πετσοκόβει τις εργατικές και κοινωνικές κατακτήσεις δεκαετιών και δολοφονεί τους προλετάριους στα εργασιακά κάτεργα, τα σύνορα, τα αστυνομικά τμήματα και τις φυλακές.
Σε αυτή λοιπόν την εποχή της υποτίμησης έως ευτελισμού της ζωής των προλετάριων, η αξία της ζωής τριών εξ αυτών έφτασε να κοστολογείται 600.000 ευρώ έκαστη. Τόσο υψηλά τις αποτίμησε ο αντιτρομοκρατικός μηχανισμός και το πολιτικό του επιτελείο. Αυτό ήταν το αντάλλαγμα που θα προσέφερε το κράτος στους επίδοξους θηρευτές του Σίμου, του Μάριου και του Γρηγόρη. Με εμφανή την επιρροή των ηθών της άγριας Δύσης, από την οποία εμπνεόταν άλλωστε ο τότε καθοδηγητής της Χρυσοχοΐδης, η εγχώρια αντιτρομοκρατική εκστρατεία συναντούσε για μια ακόμη φορά το παρελθόν της. Τη δύσοσμη παράδοση καταστολής του λαϊκού κινήματος με την οποία η αστική τάξη επέβαλλε άλλοτε δικτατορικά και άλλοτε δημοκρατικά την εξουσία της. Η δημόσια επικήρυξη των τριών συντρόφων εκτός από ευθεία παραπομπή στην αντιτρομοκρατική ρητορική του παγκόσμιου σερίφη που καταζητούσε νεκρούς ή ζωντανούς τους ανά τον κόσμο «μαχητές του εχθρού», συνιστούσε και μια χαρακτηριστική ιστορική μεταφορά, πίσω στις ένδοξες μέρες δίωξης του κομμουνιστοσυμμοριτισμού. Ανέσυρε αναπόδραστα τις μνήμες από τις παγάνες που έστηναν τα αποσπάσματα δίωξης της χωροφυλακής για να αιχμαλωτίσουν τους καταζητούμενους αγωνιστές, πριν τους περιφέρουν σαν τρόπαια στις πλατείες των πόλεων και των χωριών προς γνώση και συμμόρφωση.
Υπό αυτήν την οπτική η επικήρυξη υπήρξε μια υπόμνηση, ανάμεσα στις τόσες άλλες, που επιβεβαίωνε τη διαχρονική θέση ότι ο ολοκληρωτισμός δεν αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των λεγόμενων ανώμαλων ιστορικών περιόδων αλλά οργανικό στοιχείο της ίδιας της αστικής εξουσίας. Μοναρχοφασισμός, χούντα ή αστική δημοκρατία είναι όψεις του ίδιου μηχανισμού βίας και καταπίεσης, δηλαδή του κράτους με το οποίο η τάξη των κεφαλαιοκρατών εξασφαλίζει την κυριαρχία της επί του προλεταριάτου. Η δικαιοσύνη και η αστυνομία, επομένως, ως βασικοί θεσμοί αυτού του κράτους δεν είναι ουδέτεροι ούτε βέβαια ανεξάρτητοι, αλλά πλήρως προσανατολισμένοι στην υπεράσπιση των συμφερόντων της τάξης που άρχει. Τη σχετικότητα άλλωστε της δημοκρατίας την αποκαλύπτει και η εικόνα της αίθουσας. Ακόμα και επί κατοχής τα καθήκοντα των κουκουλοφόρων ταγματασφαλητών περιορίζονταν στην κατάδοση και τη σύλληψη των αντιστασιακών και όχι στη φύλαξη τους στα έκτακτα στρατοδικεία της εποχής. Περισσότερο αποκαλυπτική, όμως, του χαρακτήρα της δημοκρατίας είναι η ίδια η πραγματικότητα που βιώνουμε σήμερα. Είναι ο ρόλος που διαδραματίζει το κράτος σε συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης. Το καθεστώς οικονομικής εξαθλίωσης και κοινωνικής εξαχρείωσης που επιβάλλει με την πολιτική που εφαρμόζει σε βάρος του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας. Τα δισεκατομμύρια ευρώ που μοιράζει αφειδώς σε τραπεζίτες, βιομηχάνους και εφοπλιστές. Η δολοφονική βία που ασκεί απέναντι στις κοινωνικές ομάδες που αντιστέκονται. Όλα δημοκρατικώς ποιημένα και επικυρωμένα με τους νόμους των οποίων την εφαρμογή και τήρηση έχει επιφορτιστεί η δικαιοσύνη και η αστυνομία.
Με την επικήρυξη τον Οκτώβρη του 2009, κορυφώθηκε το ανθρωποκυνηγητό εναντίον των τριών συντρόφων που είχε ξεκινήσει το Γενάρη του 2006 ύστερα από το τραυματισμό και τη σύλληψη του αναρχικού Γιάννη Δημητράκη σε ληστεία τράπεζας. Η αποκάλυψη της πολιτικής ταυτότητας του τραυματισμένου συντρόφου έδωσε στις διωκτικές αρχές την ευκαιρία που αναζητούσαν για να εξαπολύσουν μια ιδιαίτερης σφοδρότητας επίθεση σε βάρος του αναρχικού κινήματος. Η υπόθεση, άλλωστε, συγκέντρωνε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που καθιστούσαν τις συνθήκες πρόσφορες για την εκδήλωση της. Μια πράξη χωρίς, εμφανή τουλάχιστον, πολιτική χροιά, με δεκάδες πυροβολισμούς στο κέντρο της πόλης και τον τραυματισμό ενός ανυποψίαστου πολίτη -από σφαίρα αστυνομικού, όπως αποδείχθηκε αργότερα- συνέθετε το ιδανικό σκηνικό για να επιβεβαιωθεί η κρατική προπαγάνδα περί της σύμφυσης της αναρχικής δράσης με αυτήν του κοινού ποινικού δικαίου. Τα γεγονότα της 16ης Γενάρη ενεργοποίησαν αυτόματα το ιδεολογικό και κατασταλτικό οπλοστάσιο του κράτους. Καταδεικνύοντας συγκεκριμένους αναρχικούς αγωνιστές ως συμμορία αιμοσταγών ληστών που καλύπτουν με ένα κίβδηλο πολιτικό επίχρισμα τις επιδιώξεις τους για πολυτελή ζωή, το κράτος εκτόξευε συνολικά στο επαναστατικό κίνημα και στις πρακτικές του τη μομφή της ιδιοτέλειας και του αντικοινωνισμού. Ενώ την ίδια στιγμή, με την αναγωγή του ιδεολογήματος της ασφάλειας σε κυρίαρχο ζητούμενο, το κράτος εμφάνιζε την καταστολή του ως προστασία της κοινωνίας από την απειλή που συνιστούσαν για αυτήν το ριζοσπαστικό κίνημα και οι αγωνιστές του.
Με ιδιαίτερης έντασης αστυνομικούς και δικαστικούς χειρισμούς και με μια καταιγιστική μιντιακή προπαγάνδα θα επιχειρηθεί ουσιαστικά, κατά τα πρότυπα του κατασταλτικού μοντέλου του καλοκαιριού του 2002, η πολιτική και η φυσική εξουδετέρωση μιας άτυπης αναρχικής συλλογικοποίησης που το κράτος είχε -τόσο ποιητικά- ονομάσει «συμμορία των ληστών με τα μαύρα». Αν θέλουμε να αναζητήσουμε τις ρίζες αυτής της συλλογικοποίησης θα πρέπει να γυρίσουμε πολλά χρόνια πίσω. Στην δεκαετία του ’90 και στη συντροφική σχέση που αναπτύσσουν δεκάδες νέοι στο κοινωνικοπολιτικό εργαστήριο του αναρχικού χώρου και των Εξαρχείων, διαχρονικούς τόπους όσμωσης της εξεγερμένης μητροπολιτικής νεολαίας. Μέσα από την καθημερινή τριβή με τα κινηματικά και κοινωνικά δρώμενα, η σχέση αυτή θα σχηματοποιηθεί προοδευτικά σε μια ιδιότυπη οργανωτική σύνδεση που στην βάση της θα βρεθούν όχι τόσο οι -minimum άλλωστε- πολιτικές της συμφωνίες όσο κυρίως οι ψυχικές δεσμεύσεις που απέρρεαν από το πάθος της διαρκούς σύγκρουσης με την εξουσία που την διακατείχε. Με το υποκείμενο της σύνδεσης αυτής να μεταφέρει στις διαδικασίες του χώρου την πρωτογενή εμπειρία εξέγερσης που είχε αποκτήσει από την συμμετοχή στις μαθητικές καταλήψεις της δεκαετίας του ’90, καθίσταται σύντομα παράγοντας ανανέωσης του και εξέλιξης συνάμα των συγκρουσιακών του πρακτικών.
Στη δίνη μιας τεράστιας πλανητικά και τοπικά επιχείρησης αναδιάρθρωσης των όρων κυριαρχίας, στην ανατολή της εποχής της παγκοσμιοποίησης και του τέλους της ιστορίας, νέοι αγωνιστές απαντούν εμφατικά στο κρίσιμο δίλλημα της ρήξης ή της ενσωμάτωσης που επιτακτικά τίθεται σε ολόκληρη την κοινωνία. Αποφασίζουν συνειδητά την πρώτη, τη στιγμή που στον ευρύτερο αντικαπιταλιστικό χώρο οι επιλογές της δεύτερης πληθαίνουν. Οι δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης που προσέφερε ο αναπτυσσόμενος -πάνω στα κορμιά χιλιάδων μεταναστών -ελληνικός καπιταλισμός, η φενάκη της κατανάλωσης με δανεικά και η αντίστοιχη ιδεολογία της εξατομίκευσης που κυριάρχησε στο κοινωνικό φαντασιακό δεν λείανε μόνο την ταξική συνείδηση των ντόπιων προλετάριων, αλλά υπέσκαψε ταυτόχρονα και το φρόνημα εκατοντάδων ίσως και χιλιάδων αγωνιστών της προηγούμενης δεκαετίας.
Σε ένα εμφανώς απομαζικοποιημένο -σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια- κινηματικό περιβάλλον, θα συναντηθώ με τον Σίμο και με πολλούς ακόμα συντρόφους το καλοκαίρι του 1994. Σε μια πλατεία Εξαρχείων με πολύ λιγότερα τραπεζοκαθίσματα από ό,τι σήμερα, θα συγκροτήσουμε αυθόρμητα κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους, τους πρώτους συντροφικούς μας δεσμούς. Με όλη την παρόρμηση που φέρει ο ψυχισμός του εξεγερμένου έφηβου αλλά και το δέος που προκαλούσε η αίσθηση του ανήκειν σε κάτι τόσο μεγάλο, όπως φάνταζε τουλάχιστον στα μάτια μου τότε ο χώρος, θα εκδηλώσουμε τις πρώτες οργανωμένες μας πράξεις σύγκρουσης με την εξουσία. Η δυναμική που αποκτούμε αφήνει το ίχνος της στα γεγονότα αγώνα που ακολουθούν. Πολυτεχνείο ’94, μαθητικές και φοιτητικές κινητοποιήσεις ’94 - ’95 και βέβαια η εξέγερση του Νοέμβρη του ’95, αποτελούν τους πρώτους σταθμούς της πολιτικής μας ωρίμανσης όσο και της περαιτέρω εξέλιξης των δεσμών μας.
Το κράτος, απέναντι στην άκρως ανησυχητική για αυτό εξάπλωση των εξεγερτικών πρακτικών που αναπτύσσονταν στη μητρόπολη, θα αντιπαρατάξει συνδυασμένες μεθόδους για την καταστολή τους. Είτε με τακτικές παραπλήσιες με αυτές που δέκα χρόνια νωρίτερα και δεκαπέντε αργότερα οδήγησαν στη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά και του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου∙ είτε με τις αφαλίτικες μεθοδεύσεις των στημένων κατηγοριών και της στοχοποίησης μέσω των ΜΜΕ συγκεκριμένων προσώπων και τάσεων του κινήματος ως επικίνδυνων για τη δημόσια ασφάλεια. Η προσαγωγή τον Φεβρουάριο του ’95 του Σίμου στην αντιτρομοκρατική, ως ύποπτου για τον εμπρησμό ενός αυτοκινήτου, θα μετατραπεί ύστερα από την κακοποίηση που θα υποστεί σε σύλληψη, που θα οδηγήσει στη φυλάκιση του μαζί με τρεις ακόμα αναρχικούς εν μέσω ενός επικοινωνιακού σώου που στήνει το υπουργείο δημόσιας τάξης. Η αποφυλάκιση του δύο μήνες αργότερα και η πανηγυρική κατάρριψη των κατηγοριών που τον βάραιναν δεν θα μετριάσει διόλου το μένος με το οποίο οι διωκτικές αρχές θα τον αντιμετωπίζουν στο εξής. Ήδη από τότε ο Σίμος και ο συντροφικός του περίγυρος θα ανήκει στους προγραμμένους.
Η σύλληψη μας στο Πολυτεχνείο του ’95 και η συνεπής υπεράσπιση του εξεγερτικού εγχειρήματος στην ασφάλεια και τα δικαστήρια απλά θα ενισχύσει το εγκληματικό προφίλ που με τη βοήθεια ειδικών ψυχολόγων θα φιλοτεχνεί πλέον η ασφάλεια. Οργανικό μέρος της γενιάς των μαθητικών καταλήψεων και του πολυτεχνείου του ’95 , η συντροφική μας σύμπραξη θα αναζητήσει στο γεμάτο δυσκολίες περιβάλλον της καταστολής τους δρόμους αντίστασης που θα συγκροτήσουν εκ νέου μια δυναμική εξέγερσης. Μαζί με δεκάδες ακόμα συντρόφους θα συμβάλλουμε στην ανάδειξη της μνήμης του δολοφονημένου από το κράτος αναρχικού αγωνιστή Χριστόφορου Μαρίνου στην καθοριστική για την συνέχεια του κινήματος εποχή μετά τον Ιούλη του ’96. Θα συμμετάσχουμε στις πολύμορφες δράσεις αλληλεγγύης στον αναρχικό Νίκο Μαζιωτη την τριετία ’98-’00 που θα σημάνουν την επανεκκίνηση ευρέων συλλογικών διαδικασιών που συσπειρώνουν το χώρο και ριζοσπαστικοποιούν τον λόγο και την πρακτική του. Συναντιόμαστε με νέους συντρόφους και αλληλεπιδρούμε σε όλα τα μεγάλα κοινωνικο-πολιτικά γεγονότα που ακολουθούν. Από τους αγώνες μαθητών, φοιτητών και αδιόριστων καθηγητών ενάντια στις εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις ως τις κινητοποιήσεις ενάντια στους ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και από τις διαδηλώσεις ενάντια στην παγκοσμιοποίηση ως την αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους, είναι εκατοντάδες οι μικρές και μεγάλες στιγμές αγώνα που φέρουν το αποτύπωμα της αγωνιστικής μας παρουσίας.
Αναγιγνώσκοντας σωστά τις ανακατατάξεις που επιφέρει στο πεδίο του κοινωνικού και ταξικού ανταγωνισμού η παγκόσμια αναδιάρθρωση των όρων κυριαρχίας και με όπλο το αναμφισβήτητο αγωνιστικό πνεύμα του, το αναρχικό κίνημα εισέρχεται σταδιακά σε μια νέα τροχιά ανόδου. Στο καθεστώς κοινωνικής ειρήνης που επιχειρεί να εδραιώσει ο καλπάζων νεοφιλελευθερισμός με την σύμπραξη σύσσωμου του πολιτικού κόσμου, τα προτάγματα της αυτοοργάνωσης των αγώνων και της ρήξης με την αστική νομιμότητα που προβάλλουν διαχρονικά οι αναρχικοί θα γίνονται αναγνωρίσιμα από ολοένα και ευρύτερα τμήματα της αγωνιζόμενης κοινωνίας. Στη νευραλγική για την κυριαρχία περίοδο που προηγείται της κρίσης και τροχιοδρομεί ουσιαστικά το ξέσπασμα της, οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αντίστασης βρίσκονται να αναζητούν νέες, πολιτικά αναβαθμισμένες προτάσεις αγώνα. Αυτές που θα αντιστοιχούν στις επικείμενες εκρηκτικές αντικειμενικές συνθήκες και θα ανταγωνιστούν τις εξίσου αναβαθμισμένες επιχειρησιακά και πολιτικά κινήσεις της κυριαρχίας. Με την αστική δημοκρατία να αποτάσσει με γοργούς ρυθμούς τις κοινωνικές και προνοιακές της λειτουργίες, η καταστολή καλείται πλέον να καλύψει τα κενά. Να καταπολεμήσει τη φτώχεια, να αποκαταστήσει την κοινωνική ανασφάλεια και βέβαια να τσακίσει τις αναδυόμενες αντιστάσεις. Εντός αυτής της συνθήκης, τα πιο αδύναμα κομμάτια του προλεταριάτου όπως και τα πιο μαχητικά του ανατρεπτικού κινήματος μετατρέπονται σε παραδείγματα εφαρμογής νέων κατασταλτικών μοντέλων.
Σαν και αυτού που χρησιμοποιήθηκε εναντίον μας. Στη σταδιακή όξυνση της έντασης του, αντανακλάται η κλιμάκωση των κατασταλτικών τακτικών που επιφέρει το προοδευτικό πέρασμα από την εποχή της ισχυρής Ελλάδας σε αυτήν της κρίσης και της υπαγωγής στο Δ.Ν.Τ. Στην κορύφωσή του, τον ακρωτηριασμό του ποδιού του Σίμου που επιβάλλει η Αντιτρομοκρατική με την παρακώλυση της ιατρικής του νοσηλείας, διακρίνεται ο εκφασισμός της χρεοκοπημένης ελληνικής δημοκρατίας. Εξίσου, όμως, διακριτή είναι και η διαδρομή σύγκρουσης με την αστική εξουσία μιας ομάδας συντρόφων. Εκείνη που συμπορευόμασταν με τον Σίμο το βράδυ της 3ης Μάη του 2010. Υπό αυτή την έννοια, η παρουσία μου στο πλευρό του Σίμου ήταν κάτι βαθύτερο από την ηθικά αυτονόητη συνδρομή σε έναν δοκιμαζόμενο φίλο· κάτι ευρύτερο από μια πράξη αντίστασης στη μεθοδευμένη επιχείρηση εξόντωσης ενός συντρόφου από το κράτος. Η συμπόρευσή μας σήμαινε την πραγμάτωση των πολιτικών μας σχεδιασμών για την ανάπτυξη της κοινωνικής και ταξικής σύγκρουσης και του αγώνα για την αναρχία και τον κομμουνισμό. Σήμαινε την υπεράσπιση της ιστορίας μας, του νοήματος και του περιεχόμενου της ζωής μας.