Τσε Γκεβάρα: Η ουσία του αντάρτικου αγώνα (“Ο Ανταρτοπόλεμος”, Πρώτο Κεφάλαιο)
Η ένοπλη νίκη του κουβανικού λαού κατά της δικτατορίας του Μπατίστα, δεν υπήρξε μόνο ένας επικός θρίαμβος που ανακοινώθηκε από τα δελτία ειδήσεων όλου του κόσμου. Υπήρξε και παράγοντας για την αναθεώρηση παλιών δογμάτων σχετικά με την συμπεριφορά των λαϊκών μαζών της Λατινικής Αμερικής, αποδείχνοντας με τρόπο απτό την ικανότητα του λαού να αποτινάξει μια καταπιεστική κυβέρνηση μέσω του αντάρτικου αγώνα.
Πιστεύουμε ότι με τρία θεμελιώδη σημεία συνέβαλε η Κουβανική Επανάσταση στην πρακτική των επαναστατικών κινημάτων στη Λατινική Αμερική. Αυτά είναι:
1. Οι λαϊκές δυνάμεις μπορούν να κερδίσουν έναν πόλεμο ενάντια στον στρατό.
2. Δεν είναι πάντα απαραίτητο να περιμένουμε να δημιουργηθούν όλες οι συνθήκες για την επανάσταση – μια εστία εξέγερσης μπορεί να τις δημιουργήσει.
3. Στην υπανάπτυκτη Αμερική, το πεδίο του ένοπλου αγώνα πρέπει βασικά να είναι η ύπαιθρος.
Από αυτές τις τρείς συνεισφορές, οι δύο πρώτες αντιμάχονται την παθητική στάση κάποιων επαναστατών ή ψευτοεπαναστατών που καταφεύγουν, βρίσκοντας, έτσι , καταφύγιο για την αδράνεια τους στην πρόφαση ότι τίποτε δεν μπορεί να γίνει απέναντι σε έναν επαγγελματικό στρατό. Αντιμάχονται όμως και κάποιους άλλους, που κάθονται και περιμένουν να δημιουργηθούν, με τρόπο μηχανικό, όλες οι αναγκαίες αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες, δίχως να νοιάζονται να τις επιταχύνουν. Όσο και αν είναι σήμερα ολοφάνερη η ισχύς αυτών των δύο αναμφισβήτητων αληθειών, συζητήθηκαν αρκετά στο παρελθόν στην Κούβα και πιθανά να συζητιούνται επίσης και στη Λατινική Αμερική. Φυσικά, όταν μιλάμε για τις συνθήκες της επανάστασης, δεν είναι δυνατό να σκέφτεται κανείς ότι όλες τους θα δημιουργηθούν κάτω από την ώθηση που θα τους δώσει η αντάρτικη εστία. Πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου, ότι υπάρχουν κάποιες ελάχιστες προϋποθέσεις που κάνουν εφικτή την δημιουργία και την εδραίωση της πρώτης εστίας. Δηλαδή, πρέπει να αποδείξουμε ολοκάθαρα στο λαό ότι δεν είναι δυνατό να κρατάμε τον αγώνα για κοινωνικές διεκδικήσεις μέσα στα πλαίσια μόνο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Η ειρήνη τορπιλίζεται από κείνες ακριβώς τις καταπιεστικές δυνάμεις που διατηρούνται στην εξουσία παραβιάζοντας το καθιερωμένο δίκαιο,
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η λαϊκή δυσαρέσκεια παίρνει ολοένα και πιο θετικές μορφές και προεκτάσεις, και αποκτά, σε κάποια δεδομένη στιγμή, ένα τέτοιο επίπεδο αντίστασης που αποκρυσταλλώνεται στο ξέσπασμα του αγώνα, που αρχικά προκλήθηκε από τη στάση των αρχών. Εκεί όπου μια κυβέρνηση ανέβηκε στην εξουσία έπειτα από κάποιας μορφής λαϊκή ετυμηγορία, είτε νόθα είτε όχι, και υπάρχει τουλάχιστον μια φαινομενική τήρηση της συνταγματικής νομιμότητας, το αντάρτικο ξέσπασμα είναι αδύνατο να προκληθεί, εφόσον δεν έχουν εξαντληθεί οι δυνατότητες του πολιτικού αγώνα.
Η τρίτη συμβολή είναι βασική στρατηγικής φύσης και πρέπει να απασχολήσει εκείνους που επιχειρούν με δογματικά κριτήρια να επικεντρώσουν την πάλη των μαζών στα κινήματα των πόλεων, ξεχνώντας ολότελα την τεράστια συμμετοχή ανθρώπων της υπαίθρου στη ζωή όλων των υπανάπτυκτων χωρών της Αμερικής. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμάμε τους αγώνες των οργανωμένων εργατικών μαζών. Απλά, αναλύουμε με ρεαλιστικά κριτήρια τις δυνατότητες κάτω από τις δύσκολες συνθήκες του ένοπλου αγώνα, εκεί όπου οι εγγυήσεις που συνήθως κοσμούν τα συντάγματα μας είτε έχουν ανασταλεί είτε αγνοούνται. Σε αυτές τις συνθήκες, τα εργατικά κινήματα αναγκάζονται να περάσουν στην παρανομία, δίχως όπλα, αντιμετωπίζοντας τεράστιους κινδύνους. Η κατάσταση δεν είναι τόσο δύσκολη στην ύπαιθρο, όπου οι κάτοικοι μπορούν να έχουν την υποστήριξη του ένοπλου αντάρτικου και σε μέρη όπου οι δυνάμεις καταστολής δεν μπορούν να φτάσουν.
Παρ’ όλο που αργότερα θα αναλύσουμε λεπτομερειακά αυτά τα τρία συμπεράσματα που απορρέουν από την κουβανική επαναστατική εμπειρία, τα αναφέρουμε τώρα, στην αρχή αυτού του έργου, γιατί τα θεωρούμε σαν τη θεμελιώδη συνεισφορά μας.
Ο ανταρτοπόλεμος, βάση της πάλης για την απελευθέρωση ενός λαού, παρουσιάζει διάφορα χαρακτηριστικά, διαφορετικές όψεις, ακόμα και αν υπάρχει πάντα η ίδια ουσιαστική θέληση για απελευθέρωση. Είναι ευνόητο – και όσοι έγραψαν πάνω σε αυτό το θέμα το έχουν τονίσει πολλές φορές – ότι ο πόλεμος ανταποκρίνεται σε μια καθορισμένη σειρά επιστημονικών νόμων, και όποιος πάει αντίθετα σε αυτούς τους νόμους, οδηγείται στην ήττα. Ο ανταρτοπόλεμος, όντας μια φάση του πολέμου, πρέπει να διέπεται από όλους αυτούς τους νόμους. Αλλά λόγω της ιδιαιτερότητας του, διέπεται επιπλέον από μια σειρά συμπληρωματικούς νόμους, που πρέπει να ακολουθηθούν για να διεξαχθεί με επιτυχία. Είναι φυσικό, οι γεωγραφικές και κοινωνικές συνθήκες κάθε χώρας να προσδιορίζουν τον τρόπο και τις ιδιαίτερες μορφές που θα προσλάβει ο ανταρτοπόλεμος. Όμως, οι ουσιαστικοί του νόμοι έχουν ισχύ για οποιονδήποτε αγώνα αυτού του είδους. Καθήκον μας αυτήν την στιγμή είναι να βρούμε τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται αυτού του είδους ο αγώνας, τους κανόνες που πρέπει να ακολουθήσουν οι λαοί που αναζητούν την απελευθέρωση τους. Να θεωρητικοποιήσουμε τα γεγονότα, να συνθέσουμε και να γενικεύσουμε αυτή την εμπειρία, έτσι ώστε να επωφεληθούν από αυτήν και άλλοι.
Το πρώτο που πρέπει να καθορίσουμε είναι ποιοι είναι οι μαχητές σε έναν ανταρτοπόλεμο. Από τη μια πλευρά έχουμε τον πιεστικό πυρήνα και τον πράκτορα του, τον επαγγελματικό στρατό, καλά οπλισμένο και πειθαρχημένο, που, σε πολλές περιπτώσεις, βασίζεται στην ξένη βοήθεια, καθώς και μικρούς πυρήνες γραφειοκρατών, λακέδες στην υπηρεσία του καταπιεστικού πυρήνα. Από την άλλη πλευρά έχουμε τον πληθυσμό της συγκεκριμένης χώρας ή περιοχής. Έχει σημασία να τονίσουμε ότι ο αντάρτικος αγώνας πάλη των μαζών, είναι πάλη του λαού: το αντάρτικο, σαν ένοπλος πυρήνας, είναι η αγωνιστική πρωτοπορία του λαού, η μεγάλη του δύναμη έχει τις ρίζες της στις μάζες του πληθυσμού. Δεν πρέπει να θεωρούμε το αντάρτικο κατώτερο αριθμητικά του στρατού ενάντια στον οποίο μάχεται, ακόμη και αν διαθέτει μικρότερη δύναμη πυρός. Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να καταφεύγει κανείς στον ανταρτοπόλεμο όταν έχει μαζί του έναν πολυπληθή πυρήνα έστω και αν διαθέτει έναν πολύ μικρότερο αριθμό όπλων για να αμυνθεί απέναντι στην καταπίεση.
Τότε, ο αντάρτης μπορεί να υπολογίσει στην ολόπλευρη υποστήριξη του πληθυσμού της περιοχής. Είναι κάτι απολύτως απαραίτητο. Και αυτό φαίνεται ολοκάθαρα, αν πάρουμε για παράδειγμα τις συμμορίες ληστών που δρουν σε κάποια περιοχή. Έχουν όλα τα χαρακτηριστικά του αντάρτικου στρατού: ομοιογένεια, σεβασμό στον αρχηγό, γενναιότητα, γνώση του εδάφους, και πολλές φορές, ακόμη και ολοκληρωμένη εκτίμηση για την τακτική που πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Το μόνο που τους λείπει είναι η υποστήριξη του λαού. Και αναπόφευκτα αυτές οι συμμορίες είτε συλλαμβάνονται, είτε εξολοθρεύονται από τις δυνάμεις της δημόσιας τάξης.
Έχοντας αναλύσει τον τρόπο με τον οποίο κάνει τις επιχειρήσεις του το αντάρτικο, τις μορφές του αγώνα και κατανοώντας τη μαζική του βάση, απομένει να αναρωτηθούμε: Γιατί αγωνίζεται ο αντάρτης: Πρέπει να καταλήξουμε στο αναπόφευκτο συμπέρασμα πως ο αντάρτης είναι ένας κοινωνικός μεταρρυθμιστής, που παίρνει τα όπλα ανταποκρινόμενος στην οργισμένη διαμαρτυρία του λαού ενάντια στους καταπιεστές του και αγωνίζεται να αλλάξει το κοινωνικό καθεστώς που κρατάει τα άοπλα αδέλφια του μέσα στον εξευτελισμό και τη μιζέρια. Ξεσηκώνεται ενάντια στις συγκεκριμένες συνθήκες των θεσμοθετημένων δομών που κυριαρχούν κάποια δεδομένη στιγμή, και καταγίνεται, με όσες δυνάμεις του επιτρέπουν οι περιστάσεις, να σπάσει τα πλαίσια αυτών των θεσμοθετημένων δομών. Όταν θα αναλύσουμε σε βάθος την τακτική του ανταρτοπόλεμου, θα δούμε ότι ο αντάρτης πρέπει να έχει πλήρη γνώση του εδάφους όπου βρίσκεται, των δρόμων πρόσβασης και διαφυγής, των δυνατοτήτων γρήγορων ελιγμών – πρέπει να έχει την υποστήριξη του λαού και, φυσικά, μέρη όπου να μπορεί να κρυφτεί. Όλα αυτά υποδεικνύουν ότι ο αντάρτης θα κάνει τις επιχειρήσεις του σε τόπους τραχείς και αραιοκατοικημένους. Σε αυτούς τους τόπους, η πάλη του λαού για διεκδικήσεις επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο, και σχεδόν αποκλειστικά, στην αλλαγή της κοινωνικής δομής της γαιοκτησίας. Δηλαδή, ο αντάρτης είναι, πρώτα απ’ όλα, ένας αγρότης επαναστάτης. Εκφράζει τις επιθυμίες της μεγάλης μάζας των αγροτών να γίνουν αφέντες της γης, αφέντες των μέσων παραγωγής, των ζώων τους και όλων όσων τελικά λαχταρούσαν τόσα χρόνια, όλων όσων αποτελούν τη ζωή τους και θα αποτελέσουν και τον τάφο τους. Πρέπει να πούμε ότι σύμφωνα με τις τρέχουσες ερμηνείες υπάρχουν δυο διαφορετικοί τύποι ανταρτοπόλεμου. Ο ένας από αυτούς, που συνίσταται σε έναν αγώνα συμπληρωματικό, πλάι στο μεγάλο τακτικό στρατό, όπως είναι η περίπτωση του ουκρανικού αντάρτικου στην Σοβιετική Ένωση, δεν ενδιαφέρει αυτήν την ανάλυση. Μας ενδιαφέρει η περίπτωση μιας ένοπλης ομάδας που αναπτύσσεται σε αγροτικές περιοχές. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όποια και αν είναι η ιδεολογία που εμπνέει τον αγώνα, η οικονομική βάση προσδιορίζεται από την επιθυμία για ιδιοκτησία της γης.
Η Κίνα του Μάο ξεκινά με έναν ξεσηκωμό των εργατικών πυρήνων του Νότου, που ηττήθηκαν και σχεδόν αποδεκατίστηκαν. Σταθεροποιείται και ξεκινά την ανοδική του πορεία μονάχα όταν, μετά τη μεγάλη πορεία στο Γενάν, εγκαθίσταται σε αγροτικές περιοχές και θέτει σαν βάση των διεκδικήσεων την αγροτική μεταρρύθμιση. Ο αγώνας του Χο Τσι Μινχ στην Ινδοκίνα στηρίζεται στους καταπιεσμένους από τον γαλλικό αποικιακό ζυγό αγρότες των ορυζώνων, και με αυτήν τη δύναμη προχωρά μέχρι που νικά τους αποικιοκράτες. Και στις δύο περιπτώσεις παρεμβάλλεται ο πατριωτικός πόλεμος ενάντια στον ιάπωνα εισβολές, όμως δεν ξεχνιέται η οικονομική βάση, δηλαδή, ο αγώνας για τη γη. Στην περίπτωση της Αλγερίας, η μεγάλη ιδέα του αραβικού εθνικισμού αποτελεί την οικονομική απάντηση στον σφετερισμό του συνόλου σχεδόν της καλλιεργήσιμης γης από ένα εκατομμύριο γάλλους εποίκους. Σε κάποιες χώρες, όπως το Πουέρτο Ρίκο, όπου οι ιδιαίτερες συνθήκες του νησιού δεν επέτρεψαν το αντάρτικο ξέσπασμα, το πατριωτικό πνεύμα των κατοίκων του, βαθιά τραυματισμένο από τις διακρίσεις που καθημερινά διαπράττονται εναντίον τους, έχει σαν βάση τον πόθο του αγρότη (αν και σε πολλές περιπτώσεις έχει ήδη προλεταριοποιηθεί) για τη γη που του κλέβει ο βορειοαμερικάνος εισβολέας.
Ήταν η ίδια αυτή κεντρική ιδέα που εμψύχωνε, αν και με διαφορετικές προεκτάσεις, τους μικροϊδιοκτήτες, τους αγρότες και τους σκλάβους των υποστατικών της ανατολικής Κούβας που συσπειρώθηκαν για να υπερασπιστούν όλοι μαζί το δικαίωμα στην ιδιοκτησία της γης, στη διάρκεια του τριαντάχρονου απελευθερωτικού πολέμου.
Παρά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που κάνουν τον ανταρτοπόλεμο έναν ειδικό τύπο πολέμου και έχοντας υπόψη τις δυνατότητες ανάπτυξης του, καθώς, με την αύξηση της δυναμικότητας του πυρήνα που πραγματοποιεί τις επιχειρήσεις, μεταβάλλεται σε έναν πόλεμο θέσεων, πρέπει να θεωρήσουμε ότι αυτού του είδους ο αγώνας δεν είναι παρά ο ίδιος ο πόλεμος θέσεων σε εμβρυακή κατάσταση, δεν είναι παρά ένα σχέδιο για τον πόλεμο θέσεων. Οι δυνατότητες του αντάρτικου να αναπτυχθεί και να αλλάξει το είδος του αγώνα μέχρι να φτάσει σε έναν συμβατικό πόλεμο είναι τόσες, όσες είναι και οι πιθανότητες να νικήσει τον εχθρό στις διάφορες μάχες, συγκρούσεις και αψιμαχίες που θα διεξαχθούν. Γι’ αυτό και θεμελιώδης αρχή είναι πως δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να δοθεί μάχη που να μην κερδηθεί, δεν πρέπει να γίνει σύγκρουση ή αψιμαχία που να μην κερδηθεί. Υπάρχει ένας αντιπαθητικός ορισμός που λέει: “Ο αντάρτης είναι ο ιησουίτης του πολέμου”. Αυτός ο ορισμός υποδεικνύει την ιδιότητα της πανουργίας, του αιφνιδιασμού και μυστικότητας, που είναι, ολοφάνερα, ουσιαστικά στοιχεία του αντάρτικου αγώνα. Όπως είναι φυσικό, είναι ένας ειδικός ιησουιτισμός που υπαγορεύεται από τις περιστάσεις, που κάποιες στιγμές μας αναγκάζουν να πάρουμε μια απόφαση διαφορετική από τις ρομαντικές και φαιδρές αντιλήψεις με τις οποίες θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε πως γίνεται ο πόλεμος.
Ο πόλεμος είναι πάντα ένας αγώνας, όπου και οι δύο αντίπαλοι προσπαθούν να εξοντώσουν ο ένας τον άλλο. Έτσι, εκτός από τη δύναμη, θα καταφύγουν σε κάθε στρατήγημα, σε κάθε πιθανό κόλπο, για να πετύχουν αυτό το αποτέλεσμα. Οι στρατιωτικές τακτικές και στρατηγικές αντιπροσωπεύουν τις επιδιώξεις της ομάδας που αποβλέπει να επωφεληθεί από κάθε αδύνατο σημείο του εχθρού. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, σε έναν πόλεμο θέσεων, η δράση κάθε διμοιρίας μιας μεγάλης στρατιωτικής ομάδας, παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά, όσον αφορά την ατομική πάλη, με εκείνα που παρατηρούνται στο αντάρτικο. Υπάρχει πανουργία, μυστικότητα, αιφνιδιασμός, και όταν δεν υπάρχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, είναι γιατί είναι αδύνατο να αιφνιδιαστεί ο αντίπαλος που βρίσκεται σε επαγρύπνηση. Επειδή όμως το αντάρτικο είναι από μόνο του ένας διαχωρισμός και επειδή υπάρχουν μεγάλες εδαφικές περιοχές που δεν περιφρουρούνται από τον εχθρό, πάντα μπορούν να πραγματοποιηθούν αυτές οι επιχειρήσεις κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να εξασφαλιστεί ο αιφνιδιασμός – και είναι καθήκον του αντάρτη να το κάνει.
“Χτύπα και φύγε” το αποκαλούν μερικοί περιφρονητικά, και αυτό ακριβώς είναι. Χτύπα και φύγε, περίμενε, παραμόνευε, ξαναχτύπα και φύγε πάλι, και έτσι συνέχεια, δίχως να αφήνεις ανάπαυση στον εχθρό. Φαινομενικά, υπάρχει σε όλα αυτά μια αρνητική στάση, μια στάση οπισθοχώρησης και αποφυγής μετωπικών συγκρούσεων. Όμως, όλα αυτά, είναι συνεπή με τη γενική στρατηγική του ανταρτοπόλεμου, που έχει ίδιο τελικό στόχο με οποιονδήποτε πόλεμο: την επίτευξη της νίκης και την εξόντωση του εχθρού. Είναι ολοφάνερο ότι ο ανταρτοπόλεμος είναι μια φάση του πολέμου που από μόνος του δεν έχει τη δυνατότητα να πετύχει τη νίκη. Είναι, επιπλέον, μια από τις αρχικές φάσεις του πολέμου και θα αναδιπλώνεται και θα αναπτύσσεται, μέχρι που, με την συνεχή αύξηση του, ο αντάρτικος στρατός προσλάβει τα χαρακτηριστικά ενός τακτικού στρατού. Εκείνη τη στιγμή θα είναι έτοιμος να δώσει το οριστικό πλήγμα στον εχθρό και να εξασφαλίσει τη νίκη. Ο θρίαμβος θα είναι πάντα καρπός ενός τακτικού στρατού, κι ας έχει τις απαρχές του σε έναν αντάρτικο στρατό.
Έτσι λοιπόν, όπως σε έναν σύγχρονο πόλεμο δεν χρειάζεται να πεθάνει ο στρατηγός μιας μεραρχίας επικεφαλής των στρατιωτών του, έτσι και ο αντάρτης, όντας στρατηγός του εαυτού του, δεν πρέπει να πεθάνει σε οποιαδήποτε μάχη. Είναι πρόθυμος να δώσει τη ζωή του, όμως η θετική ιδιότητα του ανταρτοπόλεμου είναι ακριβώς ότι ο καθένας από τους αντάρτες είναι πρόθυμος να πεθάνει, όχι για να υπερασπιστεί ένα ιδανικό, αλλά για να το κάνει πραγματικότητα. Αυτή είναι η βάση, η ουσία του αντάρτικου αγώνα. Αυτό είναι το θαύμα, χάρη στο οποίο ένας μικρός πυρήνας ανθρώπων, ένοπλη πρωτοπορία του μεγάλου λαϊκού πυρήνα που τον υποστηρίζει, βλέποντας πιο πέρα από τον άμεσο τακτικό στόχο, προχωρεί αποφασιστικά στην κατάκτηση ενός ιδανικού, στην εδραίωση μιας νέας κοινωνίας, στο σπάσιμο των απαρχαιωμένων σχημάτων της παλιάς κοινωνίας, στην κατάκτηση, τελικά, της κοινωνικής δικαιοσύνης για την οποία αγωνίζεται.
Απ’ αυτήν την άποψη, όλες οι υποτιμητικές εκφράσεις αποκτούν το πραγματικό τους μεγαλείο, το μεγαλείο του σκοπού που υπηρετούν. Και ας τονίσουμε πως δεν αναφερόμαστε σε ανεπίτρεπτα μέσα για να φτάσουμε στον στόχο. Η αγωνιστική στάση, αυτή η στάση που ούτε μια στιγμή δεν πρέπει να ατονήσει, αυτή η ανυποχώρητη στάση μπροστά στα μεγάλα προβλήματα του τελικού στόχου, αποτελεί το μεγαλείο του αντάρτη.
* Το κείμενο αποτελεί το πρώτο μέρος του Πρώτου Κεφαλαίου του βιβλίου “Ο Ανταρτοπόλεμος” (Guerrilla Warfare) που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1961. Επιμέλεια: Ν. Μόττας/Guevaristas.