Τα στάδια ανάπτυξης του εαμικού αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα (Μέρος δεύτερο)
Γράφει ο ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
Το κείμενο που ακολουθεί είναι το πρώτο μέρος της εισήγησης του ιστορικού και συγγραφέα του βιβλίου, (Η εμπειρία της κατοχής και της αντίστασης στην Αθήνα) ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ στην εκδήλωση της Αριστερής Κίνησης Περιστερίου με θέμα:«Όψεις του Εαμικού Κινήματος στην πόλη της Αθήνας». Στην εκδήλωση συμμετείχε και ο επίσης ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου (Το τιμωρό χέρι του λαού) ΙΑΣΟΝΑΣ ΧΑΝΔΡΙΝΟΣ του οποίου η εισήγηση μεταδόθηκε από τον ρ/σ μας και θα ακολουθήσει επανάληψη σύντομα
Ο κίνδυνος της πολιτικής επιστράτευσης. Η πολιτικοποίηση του εαμικού αντιστασιακού κινήματος
Οι πρώτες νίκες του μαζικού κινήματος «υπό την αιγίδα» του ΕΑΜ το 1942 που είχαν να κάνουν αποκλειστικά με την ικανοποίηση επισιτιστικών και συνδικαλιστικών αιτημάτων, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την πολιτικοποίηση της αντιστασιακής δράσης του κινήματος το 1943. Η μορφή που έλαβε το κίνημα τη χρονιά αυτή, καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις επιπτώσεις που είχε στην πολιτική των δυνάμεων κατοχής στην Ελλάδα, η εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων στα μεγάλα μέτωπα του πολέμου.
Η δυσμενής εξέλιξη του πολέμου για τις δυνάμεις του Άξονα – μετά τη συνθηκολόγηση του Στρατάρχη Πάουλους (Friedrich Paulus) στο Στάλινγκραντ στις 2 Φεβρουαρίου 1943 και τη διαφαινόμενη ήττα των στρατευμάτων του Στρατάρχη Ρόμμελ (Erwin Rommel) στο μέτωπο της Βορείου Αφρικής – έφερε τους κατοίκους των κατεχόμενων ευρωπαϊκών κρατών αντιμέτωπους με τον κίνδυνο της πολιτικής επιστράτευσης. Οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες του γερμανικού στρατού σε έμψυχο δυναμικό, μετακύλησαν μέρος του κόστους της συνέχισης του πολέμου στους πολίτες των κατεχόμενων χωρών, οι οποίοι καλούνταν πλέον να καλύψουν τις θέσεις εργασίας που εγκατέλειπαν οι Γερμανοί εργάτες για να σταλούν στα μέτωπα του πολέμου.
Πέρα από τους παραπάνω εξωγενείς παράγοντες, η εαμική αντιστασιακή δράση το 1943 καθορίστηκε και από μια κεντρικής σημασίας εσωτερική εξέλιξη. Το Φεβρουάριο του 1943 πραγματοποιήθηκε η πολυαναμενόμενη ενοποίηση των νεανικών αντιστασιακών οργανώσεων στο οργανωτικό σχήμα της ΕΠΟΝ. Στις 23 Φεβρουαρίου 1943 συνήλθε η ιδρυτική σύσκεψη της ΕΠΟΝ στην Αθήνα. Το ιδρυτικό της συνυπέγραψαν εννέα οργανώσεις νέων που δραστηριοποιούνταν στην πρωτεύουσα και την επαρχία, καθώς και αντιπρόσωποι της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ και του Εθνικού Συμβουλίου του ΕΑΜ Νέων. Η ίδρυση της ΕΠΟΝ έφερε μια νέα δυναμική στο εαμικό κίνημα, καθώς η ευρύτητα των στόχων της - εθνικοαπελευθερωτικοί, πολιτικοί και πολιτιστικοί – και ο εξ αρχής μαζικός προσανατολισμός της, ικανοποιούσε ευρύτερες, από τις στενά αντιστασιακές, ανάγκες έκφρασης της κατοχικής νεολαίας.
Το νέο οργανωτικό σχήμα της ΕΠΟΝ δοκιμάστηκε άμεσα στην πράξη. Στις 24 Φεβρουαρίου εκδηλώθηκε γενική απεργία στην Αθήνα, η οποία συνοδεύτηκε με τη διαδήλωση περισσότερων από 50 χιλιάδων Αθηναίων στο κέντρο της πόλης. Σύμφωνα με το στέλεχος της ΕΠΟΝ Πέτρο Ανταίο, οι βίαιες συγκρούσεις είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο τριών και τον τραυματισμό 59 διαδηλωτών. Την ίδια ημέρα, ο πρωθυπουργός Κων/νος Λογοθετόπουλος προέβη σε ραδιοφωνικό διάγγελμα στο οποίο ζητούσε από τον ελληνικό λαό να αποφύγει τους «ψευδοϊδεολόγους του κομμουνισμού» οι οποίοι «από την αφάνειαν του σκότους εις το οποίον κρύπτονται» δρουν βλάπτοντας «τα ύψιστα συμφέροντα της πατρίδος», σε μια περίοδο όπου «ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δια να διασώση την κληρονομίαν χιλιετηρίδων αγωνίζεται» για να εμποδίσει «τον κατακλυσμόν της Ευρώπης υπό των ορδών του Στάλιν.» Το μέγεθος και η μαχητικότητα της διαδήλωσης προκάλεσε την άμεση αντίδραση των δυνάμεων κατοχής. Η Ανώτατη Διοίκηση των Ιταλικών Ενόπλων Δυνάμεων στην Ελλάδα, με ανακοίνωσή της απειλούσε υπαλλήλους και εργάτες με ποινές φυλάκισης έως και 12 έτη, σε περίπτωση που εγκατέλειπαν ομαδικά την εργασία τους.
Οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν με μικρότερη ένταση τις επόμενες ημέρες και κορυφώθηκαν στις 5 Μαρτίου 1943, ημέρα γενικής απεργίας στην Αθήνα. Σύντομα, η κάθοδος χιλιάδων ανθρώπων από τις συνοικίες, μετέτρεψε την απεργία σε μια τεράστια διαδήλωση ενάντια στην πολιτική επιστράτευση. Η κινητοποίηση αυτή, που υπήρξε η μαζικότερη έως τότε, έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Μέρος των διαδηλωτών, παρά την επέμβαση Ιταλών καραμπινιέρων, κατάφερε να εισβάλει στο Υπουργείο Εργασίας και να κάψει τις καταστάσεις «των 80.000 επιστράτων και των χιλιάδων των ανέργων του Εργατικού Κέντρου.» Και σε αυτή την κινητοποίηση, οι συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας στοίχισαν τη ζωή σε πολλούς διαδηλωτές, ενώ οι τραυματίες ανήλθαν σε αρκετές δεκάδες. Η έκρυθμη κατάσταση που δημιουργήθηκε στην πρωτεύουσα οδήγησε τις δυνάμεις κατοχής να ζητήσουν τη μεσολάβηση του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, ο οποίος μετέφερε στον ελληνικό λαό τη διαβεβαίωση της απόσυρσης του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης. Οι κλυδωνισμοί που προκάλεσαν στην κυβέρνηση οι κινητοποιήσεις των Αθηναίων είχαν ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση των διαδικασιών αντικατάστασης του πρωθυπουργού Κων/νου Λογοθετόπουλου από τον Ιωάννη Ράλλη, στις 7 Απριλίου 1943.
Οι κινητοποιήσεις ενάντια στην πολιτική επιστράτευση υπήρξαν ένα πραγματικό σημείο καμπής στην ανάπτυξη του εαμικού αντιστασιακού κινήματος. Σε οργανωτικό επίπεδο, παρήγαγαν νέες αντιστασιακές πρακτικές, που έδωσαν την ευκαιρία στην εαμική καθοδήγηση να αποκτήσει την κατάλληλη εμπειρία στη διαχείριση τέτοιου μεγέθους κινητοποιήσεων. Σε πολιτικό επίπεδο, η επιτυχία τους προσέδωσε κύρος στην εαμική αντίσταση, νομιμοποιώντας την στις συνειδήσεις της πλειοψηφίας των Αθηναίων. Το ΕΑΜ αποτελούσε πλέον την κύρια δύναμη που αμφισβητούσε ευθέως την πολιτική κυριαρχία της κυβέρνησης και των δυνάμεων κατοχής στην Αθήνα. Η εαμική αντιστασιακή δράση λάμβανε ξεκάθαρη κινηματική μορφή στο αστικό περιβάλλον της πρωτεύουσας. Οι ημέρες των κινητοποιήσεων και η κατάληξή τους, ανέδειξαν την οργανωμένη αντίσταση, και εντός αυτής το ΕΑΜ, ως προασπιστή της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στις διαλυτικές συνέπειες της στρατιωτικής κατοχής.
Παράλληλα όμως, τα γεγονότα της 5ης Μαρτίου 1943 ανέδειξαν και μια άλλη διάσταση, που σταδιακά και ιδιαίτερα από το χειμώνα της ίδιας χρονιάς και μετά, θα χαρακτηρίσει την κατάσταση που επικρατούσε στην Αθήνα. Την ημέρα αυτή και κατά την προσπάθεια καταστολής των κινητοποιήσεων στο κέντρο της Αθήνας, καταγράφεται για πρώτη φορά η άσκηση ένοπλης βίας από τα ελληνικά Σώματα Ασφαλείας ενάντια στο αντιστασιακό κίνημα. Η συμμετοχή ανδρών της Χωροφυλακής και του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων στην καταστολή της διαδήλωσης, «άνοιξε» το εσωτερικό μέτωπο των εμφύλιων ένοπλων συγκρούσεων. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα αναφέρονται στην προκήρυξη του ΕΑΜ Υπαλλήλων Ανωνύμων Εταιρειών της 20ης Μαρτίου 1943, όπου καταγράφονται «τα ονόματα των δολοφόνων του Ελληνικού Λαού που προδίδοντας την Πατρίδα τους πυροβόλησαν και έχυσαν στης 5 Μαρτίου 1943 τίμιο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΙΜΑ κατ’ εντολήν των Χίτλερ, Μουσσολίνι, Λογοθετόπουλου, Παγκάλου, Ταβουλάρη.» Μετά την παράθεση των ονομάτων όσων ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών, η προκήρυξη κλείνει με το αίτημα για εκδίκηση: «ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ! Θα πληρώσετε με το κεφάλι σας γρηγορότερα απ’ ότι νομίζετε τα εθνικά αυτά εγκλήματα. Δεν θα ξεφύγετε.»
Αυτές οι αντιστασιακές ενέργειες έδωσαν την ευκαιρία στο ΕΑΜ να δοκιμάσει στην πράξη τις οργανωτικές πρακτικές κινητοποίησης των μαζών και να ενισχύσει τις δυνάμεις του, στρατολογώντας νέα μέλη που διακρίθηκαν για τη μαχητικότητά τους. Η ωρίμανση των εαμικών οργανωτικών μηχανισμών αντανακλάται και στη σύσταση της Κεντρικής Οργανωτικής Επιτροπής των λαϊκών κινητοποιήσεων, υπό την καθοδήγηση του Οργανωτικού Γραμματέα της Επιτροπής Πόλης του ΚΚΕ, Σπύρου Καλοδίκη, το τελευταίο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου 1943. Το οργανωτικό αυτό σχήμα εξασφάλισε τον καλύτερο συντονισμό ανάμεσα στις κομματικές και εαμικές δυνάμεις που δραστηριοποιούνταν στους πρωτοπόρους μαζικούς χώρους των δημοσίων υπαλλήλων, των εργατοϋπαλλήλων και των φοιτητών-μαθητών.
Ο κίνδυνος της επιβολής του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης και ο αγώνας που εκδηλώθηκε εναντίον του, υπήρξαν οι παράγοντες που έκριναν τον «αγώνα της κοινής γνώμης» στην Αθήνα. Από αυτό το σημείο και μετά, το ΕΑΜ είχε την πολιτική υπεροχή έναντι της κατοχικής κυβέρνησης. Από τη στιγμή που ο αθηναϊκός λαός ενίσχυσε μαζικά το ΕΑΜ, η πολιτική σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό και την κυβέρνηση δεν μπορούσε να διεξαχθεί με τους όρους των προηγούμενων κατοχικών ετών. Το 1941 και το 1942, αυτοί που κυρίως αντιστέκονταν στην πολιτική των δυνάμεων κατοχής, ήταν η πρωτοπορία του φοιτητικού, μαθητικού και εργατοϋπαλληλικού κινήματος. Το 1943 όμως τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ο κίνδυνος της πολιτικής επιστράτευσης έφερε στους δρόμους, δίπλα στην πρωτοπορία του κινήματος, μεγάλα τμήματα του αθηναϊκού πληθυσμού.
Η έναρξη των εμφύλιων συγκρούσεων. Ο μετασχηματισμός της εαμικής αντιστασιακής δράσης στην Αθήνα
Η πολιτικοποίηση της εαμικής δράσης συνιστούσε άμεσο κίνδυνο για όσους επιθυμούσαν να παγιοποιήσουν μεταπολεμικά, τα πολιτικά και οικονομικά οφέλη που αποκόμισαν από τη συνεργασία τους με τις δυνάμεις κατοχής. Η ριζοσπαστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, την οποία καρπώθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά το ΕΑΜ, έκανε ορατό τον κίνδυνο εκτροπής από το προπολεμικό πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς, μετά τον πόλεμο. Μια εκτροπή που δεν αφορούσε μόνο όσους συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις κατοχής, αλλά και τον πολυδιασπασμένο προπολεμικό αστικό πολιτικό κόσμο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ο οποίος προσδοκούσε την επάνοδό του μετά την απελευθέρωση.
Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ιωάννη Ράλλη τον Απρίλιο του 1943, σηματοδότησε την αλλαγή της τακτικής που ακολουθούσε η διορισμένη από τις δυνάμεις κατοχής κυβέρνηση απέναντι στο ΕΑΜ. Για να αναχαιτίσει το εαμικό κίνημα, η κυβέρνηση Ράλλη προσπάθησε να προσβάλει τους βασικούς άξονες ανάπτυξής του. Ο ένας αφορούσε την προσπάθεια καταστολής του μαζικού εαμικού κινήματος κατά την εκδήλωσή του στο κέντρο της Αθήνας. Η δράση αυτή στόχευε στο να κάμψει με βίαιο τρόπο την ανάπτυξη του κινήματος, επιδεικνύοντας δημόσια την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να μην ανεχθεί στο μέλλον παρόμοιες εκδηλώσεις πολιτικής ανυπακοής και να περιορίσει τη συνεχώς αυξανόμενη απήχηση που αυτό είχε στους κατοίκους της πρωτεύουσας. Βέβαια, η σκλήρυνση της στάσης της κυβέρνησης ενάντια στους διαδηλωτές, ενισχύθηκε λόγω της ανάληψης αρμοδιοτήτων τήρησης της τάξης στην Αθήνα από τις γερμανικές δυνάμεις, καθώς η διάλυση του ιταλικού στρατού κατοχής ήταν εμφανής το καλοκαίρι του 1943. Η αλλαγή αυτή εκδηλώθηκε στην πράξη με τραγικό τρόπο το πρωί της 22ας Ιουλίου 1943, όταν χιλιάδες Αθηναίων διαδήλωσαν την αντίθεσή τους στην επέκταση της ζώνης κατοχής του βουλγαρικού στρατού στην Κεντρική Μακεδονία. Όταν η κεφαλή της διαδήλωσης έφτασε έξω από την Τράπεζα της Ελλάδος επί της οδού Πανεπιστημίου, γερμανικά άρματα και στρατιωτικά φορτηγά με πολυβόλα στην καρότσα τους, άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών. Γρήγορα, οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν στους γύρω δρόμους. Οι περισσότεροι διαδηλωτές σκοτώθηκαν από γερμανικά πυρά στην οδό Ομήρου και στους δρόμους γύρω από το Οφθαλμιατρείο Αθηνών, ενώ ενεργή ήταν και η συμμετοχή ανδρών της Χωροφυλακής που καταδίωκαν τους διαδηλωτές στα γύρω στενά. Η αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης άφησε 59 νεκρούς και τραυματίες στους δρόμους της Αθήνας.
Ο άλλος βασικός άξονας της αντιεαμικής πολιτικής της κυβέρνησης Ράλλη, ήταν να πλήξει τις οργανωτικές εστίες της εαμικής αντιστασιακής δράσης που βρίσκονταν στους μαζικούς χώρους. Η ένοπλη επίθεση δυνάμεων της Ειδικής Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο το Σεπτέμβριο του 1943 που προκάλεσε το θάνατο του φοιτητή Νομικής και μέλους της ΕΠΟΝ Δημήτρη Τζέμου και η επέμβαση στις 30 Νοεμβρίου 1943 των Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας στα νοσοκομεία της πόλης – στα οποία δραστηριοποιούνταν ένα άλλο πρωτοπόρο τμήμα της εαμικής αντίστασης, οι ανάπηροι του ελληνοϊταλικού πολέμου – ήταν μερικές από τις σημαντικότερες ενδείξεις προς την ηγεσία του ΕΑΜ στην Αθήνα, ότι ο τρόπος αντιμετώπισης του εαμικού κινήματος από την κατοχική κυβέρνηση είχε αλλάξει.
Την αλλαγή στο τρόπο διαχείρισης της πολιτικής ανυπακοής του αντιστασιακού κινήματος της Αθήνας, σηματοδότησε το πέρασμα από την ιταλική στη γερμανική διοίκηση. Έτσι, οι γερμανικές αρχές με ανακοίνωσή τους θα επισημάνουν ότι «παρήλθεν η περίοδος της γενναιοφροσύνης και της επιεικείας», σε ότι είχε να κάνει με την αντιμετώπιση απεργών και διαδηλωτών, τονίζοντας ότι «εγκλήματα τοιούτου είδους θα αντιμετωπίζωνται εις το μέλλον με τα αυστηρότερα μέτρα, δηλαδή θα γίνεται άμεσος χρήσις των όπλων ανενδοιάστως». Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με τη βίαιη καταστολή των αντιστασιακών κινητοποιήσεων από την κυβέρνηση Ράλλη, κατέστησε αδύνατη τη συνέχιση του αντιστασιακού αγώνα αποκλειστικά με τη μορφή των απεργιών και των μαζικών διαδηλώσεων στο κέντρο της πόλης.
Το φθινόπωρο του 1943, αυτές οι μορφές αντιστασιακής δράσης στοίχιζαν σε ανθρώπινες ζωές και έδιναν την ευκαιρία στις δυνάμεις κατοχής να εκδηλώσουν δημόσια την τρομοκρατική τους δράση, εξελίξεις που έκαμπταν το αντιστασιακό πνεύμα των Αθηναίων και λειτουργούσαν ως τροχοπέδη για την περαιτέρω ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος. Σε έκθεση του Στρατιωτικού Διοικητή Ελλάδας, γίνεται αναφορά στο ζήτημα των απεργιών και στην αλλαγή στο τρόπο αντιμετώπισής τους από τη νέα διοίκηση, η οποία σε αντίθεση με την ανεκτικότητα των μέχρι πρότινος Ιταλών συμμάχων τους, στόχευε στη βίαιη πάταξη του φαινομένου:
«Ένα ιδιαίτερα επείγον μέτρο ήταν η έκδοση διαταγής για την απαγόρευση των απεργιών, μια και ανάμεσα στους έλληνες εργάτες και υπαλλήλους κάτω από την ιταλική κυριαρχία ξεσπούσαν διαρκώς απεργίες που απειλούσαν να διαταράξουν την ομαλή λειτουργία της οικονομίας και τη δουλειά των εργοστασίων της Βέρμαχτ, και που γι’ αυτό υπό γερμανική στρατιωτική διοίκηση δεν θα μπορούσαν να γίνουν πια ανεκτές. Η διαταγή για τις απεργίες της 10.9.1943 προβλέπει σε βαριές περιπτώσεις την ποινή του θανάτου, στις υπόλοιπες ειρκτή, φυλάκιση ή αποστολή σε στρατόπεδο αναγκαστικής εργασίας. Η τάση για απεργίες από τότε υποχώρησε πολύ.»
Αν η πολιτικοποίηση της δράσης του μαζικού αντιστασιακού κινήματος του 1943 αποτελούσε απειλή για την κατοχική κυβέρνηση σε πολιτικό επίπεδο, ο εξοπλισμός του ΕΛΑΣ της Αθήνας, σε μια περίοδο κλιμακούμενης έντασης, προσέδωσε μια διαφορετική διάσταση στη διαμάχη. Η απόκτηση οπλισμού από τον ιταλικό στρατό κατοχής, που μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας το Σεπτέμβριο του 1943 εγκατέλειπε την Ελλάδα, παρείχε τη δυνατότητα και στην εαμική πλευρά να προσφύγει στην ένοπλη βία. Η ένοπλη αντιπαράθεση με τις δυνάμεις κατοχής δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί με τους ίδιους όρους που οργανώνονταν η πολιτική αντιστασιακή δράση στο κέντρο της πόλης. Το ΕΑΜ επιδίωξε να αντιπαραθέσει στην υπεροπλία των κατοχικών δυνάμεων, τα πλεονεκτήματα που του προσέφερε η μετατόπιση της δράσης του από τους εκτεθειμένους και επικίνδυνους πλέον μαζικούς χώρους, στις ελεγχόμενες από αυτό συνοικίες. Προχωρώντας σε μαζική αναδιάρθρωση του ΕΛΑΣ της Αθήνας, κατάφερε να μεταφέρει την αντιπαράθεσή του με την κυβέρνηση Ράλλη σε ένα σαφώς ευνοϊκότερο περιβάλλον. Με απόφαση του Α΄ Σώματος Στρατού (Α΄ Σ.Σ.) του ΕΛΑΣ, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1943 πραγματοποιήθηκε η μετάταξη χιλιάδων ελασιτών από την Εργατική Αχτίδα και την Αχτίδα Δημοσίων Υπαλλήλων στις συνοικίες όπου αυτοί κατοικούσαν.
Ήδη λοιπόν, από το χειμώνα του 1943 και εντονότερα την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1944, είχε δημιουργηθεί στην Αθήνα η έντονη κοινωνική και πολιτική πόλωση που οδήγησε λίγους μήνες αργότερα στα Δεκεμβριανά.