Τα στάδια ανάπτυξης του εαμικού αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα (πρώτο μέρος)
Γράφει ο ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
Το κείμενο που ακολουθεί είναι το πρώτο μέρος της εισήγησης του ιστορικού και συγγραφέα του βιβλίου, (Η εμπειρία της κατοχής και της αντίστασης στην Αθήνα) ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ στην εκδήλωση τηςΑριστερής Κίνησης Περιστερίου με θέμα: «Όψεις του Εαμικού Κινήματος στην πόλη της Αθήνας». Στην εκδήλωση συμμετείχε και ο επίσης ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου (Το τιμωρό χέρι του λαού) ΙΑΣΟΝΑΣ ΧΑΝΔΡΙΝΟΣ του οποίου την εισήγηση ακούσαμε χθές το βράδυ από τον ρ/σ μας
Από την αυτενέργεια στη συντονισμένη αντιστασιακή δράση. Η ύφεση του λιμού ως αφετηρία για την ανάπτυξη του ΕΑΜ
Οι πρώτοι εαμικοί αντιστασιακοί πυρήνες συγκροτήθηκαν όπου προϋπήρχαν αντίστοιχοι του Κομμουνιστικού Κόμματος και σε πλήρη σύνδεση μαζί τους. Ήδη από το Μεσοπόλεμο, το κύριο βάρος της κομμουνιστικής δράσης στην Αθήνα εστιαζόταν στους μαζικούς χώρους όπως τα εργοστάσια και τα πανεπιστήμια, οι οποίοι υπήρξαν προνομιακοί χώροι στρατολόγησης μελών και πεδία οργάνωσης μαζικών κινητοποιήσεων. Όπως ήταν φυσικό, το ΕΑΜ εκμεταλλεύτηκε την προϊστορία αυτή θέτοντας ως αφετηρία της αντιστασιακής του δράσης τους μαζικούς χώρους. Ένας ακόμη παράγοντας που συνέβαλε στην ανάπτυξη κοινών παράνομων πρακτικών ανάμεσα στους εαμικούς και τους κομματικούς πυρήνες του ΚΚΕ, ήταν η δυσκολία που συνάντησε το ΕΑΜ στο να δημιουργήσει άμεσα μαζικές οργανώσεις λόγω του κατοχικού λιμού. Ουσιαστικά σε όλη τη διάρκεια του λιμού οι εαμικές ομάδες δεν κατόρθωσαν να ξεπεράσουν αριθμητικά τους αντίστοιχους κομμουνιστικούς πυρήνες στους μαζικούς χώρους. Σε μια κατοχική Αθήνα όπου κυριαρχούσε η τρομοκρατία του θανάτου από πείνα, όπου οι ειδήσεις από τα μέτωπα του πολέμου πιστοποιούσαν την πλήρη επικράτηση των δυνάμεων του Άξονα και όπου το ΕΑΜ δεν είχε δείξει ακόμη δείγματα γραφής, οι διαθεσιμότητες των κατοίκων για την ένταξη σε αυτό ήταν σαφώς περιορισμένες.
Αυτή η κατάσταση, που οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό και σε οργανωτικές ανεπάρκειες και συγχύσεις ανάμεσα στο διαφορετικό έργο που επιτελούσε η εαμική σε σχέση με την κομματική οργάνωση, οδήγησε αρχικά στην ταυτόσημη οργανωτική λειτουργία ΚΚΕ και ΕΑΜ σε επίπεδο βάσης. Η προπολεμική κομμουνιστική οργανωτική δομή της τριάδας καθιερώθηκε και στις εαμικές οργανώσεις, περιορίζοντας πολλές φορές το έργο τους στα στενά όρια που έθετε η τήρηση των αυστηρών συνωμοτικών μέτρων. Η τακτική αυτή ελαχιστοποιούσε τις δυνατότητες μαζικοποίησης του κινήματος, κάτι που ανάγκαζε την Επιτροπή Πόλης της ΚΟΑ να κάνει συνεχείς εκκλήσεις, ακόμη και στα μέσα του 1943, για την αποτροπή δημιουργίας των εαμικών ομάδων «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του κομματικού πυρήνα» και την αποβολή του «σεχταριστικού» πνεύματος από τις εαμικές οργανώσεις. Η υπέρβαση της κατάστασης αυτής πραγματοποιήθηκε με τις οργανωτικές αλλαγές που προώθησε η ηγεσία του εαμικού συνασπισμού, στην προσπάθειά της να προσαρμοστεί στη μεταβολή των συνθηκών στην κατεχόμενη Αθήνα.
Η έναρξη των αποστολών επισιτιστικής βοήθειας από το Δ.Ε.Σ. το καλοκαίρι του 1942, επέφερε την ύφεση του λιμού. Η εισροή τροφίμων στην Αθήνα δημιούργησε μια ιδιόμορφη κανονικότητα μέσα στις έκτακτες συνθήκες της Κατοχής. Τα τρόφιμα έφταναν πλέον στους κατοίκους της πόλης, είτε μέσω της επέκτασης του δικτύου διανομών, είτε μέσω της μαύρης αγοράς. Η εξέλιξη αυτή αποδέσμευσε ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της Αθήνας από τους καταναγκασμούς της διαρκούς αναζήτησης τροφής, που λειτουργούσαν ανασταλτικά σε κάθε προσπάθεια συλλογικής δράσης. Βέβαια, η σταδιακή αποδέσμευση των Αθηναίων από τον τρόμο της πείνας δεν συνεπαγόταν από μόνη της τη στροφή τους προς την Αντίσταση. Αυτό που συνέδεσε την αυτενέργεια των Αθηναίων με την εαμική αντίσταση ήταν η συνάντηση των στρατηγικών επιβίωσης με την αντιστασιακή δράση.
Με στόχο τη δημιουργία ενός μαζικού διεκδικητικού κινήματος, το ΕΑΜ ενοποίησε τις μεμονωμένες, κατά τη διάρκεια του λιμού, δράσεις της αυτενέργειας των Αθηναίων. Αυτό που διαφοροποιούσε τη δράση του ΕΑΜ αλλά και τη στάση των Αθηναίων απέναντί του στα μέσα του 1942 σε σχέση με τον προηγούμενο χειμώνα, ήταν ότι οι εαμικοί πυρήνες είχαν πλέον αναπτυχθεί στους μαζικούς χώρους, ο λιμός βρισκόταν σε ύφεση και υπήρχε διατροφικό απόθεμα προς διεκδίκηση. Από το καλοκαίρι του 1942 και μετά είχαν ήδη διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για την εμπλοκή των κατοίκων της πόλης στο αντιστασιακό κίνημα.
Η εμπειρία της μαύρης αγοράς, η είσοδος της παρανομίας στην καθημερινότητα των κατοίκων της πόλης, η εξοικείωση με τον κίνδυνο, η απαξίωση της κεντρικής εξουσίας, η αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού λόγω των διαλυτικών συνεπειών του λιμού, ήταν οι κύριοι παράγοντες που ευνόησαν την εκδήλωση της αυτενέργειας των Αθηναίων. Αυτό που πρόσφερε η Αντίσταση ήταν η μετατροπή των ατομικών αντιδράσεων σε συντονισμένη συλλογική δράση πολιτικής ανυπακοής αλλά και η πολιτική θεμελίωση της δράσης αυτής. Η αυτενέργεια των κατοίκων της πόλης κατά την περίοδο του λιμού λειτούργησε ως μια προεργασία ένταξής τους στην οργανωμένη αντίσταση. Πλάι στις μερικές εκατοντάδες αποφασισμένων να αντισταθούν, ήδη από την πρώτη μέρα της Κατοχής, η εμπειρία του λιμού προσέθεσε μερικές χιλιάδες. Το ΕΑΜ βρήκε στους εξεγερμένους φοιτητές, στους εξαθλιωμένους δημοσίους υπαλλήλους και στους μαζικά απολυμένους και υποαπασχολούμενους εργάτες, τους πρώτους συμμάχους στην προσπάθειά του να ενεργοποιήσει ευρύτερα κοινωνικά σύνολα στον αντιστασιακό αγώνα.
Ο αγώνας για το επισιτιστικό. Η ανάπτυξη του κινηματικού χαρακτήρα του ΕΑΜ
Αν η εκδήλωση του λιμού αποδιοργάνωσε τη ζωή στην πόλη, η άφιξη της επισιτιστικής βοήθειας του Δ.Ε.Σ., οδήγησε στη μερική ανασυγκρότησή της. Η σταδιακή αποκατάσταση του διατροφικού ισοζυγίου των κατοίκων και η αναθέρμανση της μαύρης αγοράς, με ποσότητες τροφίμων που διέρρεαν προς αυτή κατά τη μεταφορά τους από τα αμπάρια των πλοίων του Δ.Ε.Σ. στα ράφια των παντοπωλείων ή των φούρνων που διενεργούσαν τις διανομές, δημιούργησαν κανονικότητες που προσπάθησε να εκμεταλλευτεί όχι μόνο η οργανωμένη αντίσταση, αλλά και η κατοχική κυβέρνηση. Το διατροφικό απόθεμα, αν και τη διαχείρισή του την είχε αποκλειστικά ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, δημιούργησε προσδοκίες στους κυβερνητικούς αξιωματούχους για την πολιτική του εκμετάλλευση, καθώς το κράτος επανακτούσε μέρος του ρυθμιστικού του ρόλου, τον οποίο είχε απολέσει πλήρως τον πρώτο χρόνο της Κατοχής. Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη συσπείρωση γύρω από την κατοχική κυβέρνηση ατόμων και ομάδων που εξυπηρετούσαν τις προσωπικές τους πολιτικές και οικονομικές φιλοδοξίες. Άλλωστε, στις αρχές του 1942, περισσότεροι Αθηναίοι συνδέονταν παρασιτικά με την κατοχική κυβέρνηση και τους κατακτητές (εργολάβο, στρατιωτικοί, επιχειρηματίες κ.λπ.) παρά με τις πρωτοεμφανιζόμενες αντιστασιακές οργανώσεις.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να αντλήσει πολιτικό κύρος από την εκμετάλλευση της επισιτιστικής βοήθειας δεν στέφθηκε με επιτυχία. Στα μάτια των Αθηναίων, όπως και όλων των Ελλήνων, οι κατοχικές κυβερνήσεις έφεραν το στίγμα της συνεργασίας με τις δυνάμεις κατοχής. Η διαφθορά αποτελούσε δομικό στοιχείο του κρατικού μηχανισμού από τη στιγμή που πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι, εργολάβοι του δημοσίου και επιφανείς επιχειρηματίες, εμπλέκονταν στα δίκτυα της μαύρης αγοράς, σε συνεργασία πολλές φορές με τη στρατιωτική διοίκηση των δυνάμεων κατοχής. Η εικόνα που αποκόμισαν οι Αθηναίοι από τη διεφθαρμένη λειτουργία των κρατικών συσσιτίων πριν αναλάβει τη διαχείρισή τους ο Δ.Ε.Σ., ήταν αδύνατο να αναστραφεί.
Το πρώτο ισχυρό πλήγμα που δέχτηκε η κυβέρνηση, ήρθε με την πρώτη μεγάλη απεργία που ξέσπασε στις 12 Απριλίου 1942. Το γεγονός ότι η απεργία δεν εκδηλώθηκε στους παραδοσιακούς χώρους κοινωνικής αναταραχής αλλά μέσα στον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό, ανέδειξε τους έντονους κοινωνικούς κραδασμούς που προκάλεσε η εμπειρία του λιμού. Η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων κατάφερε ένα ισχυρό πλήγμα στην κυβέρνηση Τσολάκογλου, κάτι που πιστοποιείται και από την έντονη αντίδρασή της. Σε δηλώσεις του που δημοσιεύθηκαν στον τύπο, ο πρωθυπουργός κήρυξε παράνομη την απεργία και τη χαρακτήριζε ως «αδικαιολόγητο πραξικόπημα» που εκδηλώθηκε από «παρασυρθέντες από τα φληναφήματα των επιβουλευομένων την Πατρίδα μας και το κοινωνικόν καθεστώς.» Αν και η κινητοποίηση των δημοσίων υπαλλήλων δεν οφείλονταν αποκλειστικά στη δράση των οργανωμένων στο ΕΑΜ συναδέλφων τους, η επιτυχής κατάληξη της απεργίας έκανε ορατά στους δοκιμαζόμενους Αθηναίους τα οφέλη που προέκυπταν από την οργανωμένη συλλογική διεκδίκηση των αιτημάτων τους.
Λίγες ημέρες πριν από το ξέσπασμα της απεργίας, το ΕΑΜ από κοινού με άλλες οργανώσεις γιόρτασε δημόσια την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου. Στην κινητοποίηση συμμετείχαν κυρίως μέλη της νεολαίας (φοιτητές και μαθητές γυμνασίων) με τη δυναμική αλλά και συμβολική παρουσία των αναπήρων του αλβανικού μετώπου. Αν και είχαν σημειωθεί κάποιες κινητοποιήσεις για τον εορτασμό των εθνικών επετείων ήδη κατά τον πρώτο εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου το 1941, η διαδήλωση των νέων στους δρόμους της Αθήνας και το στεφάνωμα ανδριάντων των αγωνιστών του 1821, υπήρξε η πρώτη σημαντική εκδήλωση του πατριωτικού χαρακτήρα της εαμικής αντίστασης.
Με αυτού του είδους τους εορτασμούς, οι οποίοι τα επόμενα χρόνια της Κατοχής γίνονταν όλο και μαζικότεροι, το ΕΑΜ απευθυνόταν στον πατριωτισμό των Ελλήνων, προσπαθώντας να συνδέσει τον απελευθερωτικό αγώνα ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα με τον αντίστοιχο της ελληνικής επανάστασης του 1821. Οι εορτασμοί των εθνικών επετείων υπήρξαν τμήμα της συνολικότερης πατριωτικής πολιτικής που προώθησε συστηματικά το ΕΑΜ. Αυτό που προσπαθούσε να επιτύχει εκμεταλλευόμενο τη ρήξη της κατοχικής περιόδου, ήταν να ανατρέψει παγιωμένες νοοτροπίες που αντιμετώπιζαν την ελληνική αριστερά ως περιθωριακή και εθνικά επικίνδυνη πολιτική δύναμη. Έτσι, αποπειράθηκε να προσεγγίσει τις μάζες όχι μόνο μέσα από τη συνδρομή στην προσπάθεια επιβίωσής τους, αλλά και μέσα από την ενεργοποίηση του συλλογικού φαντασιακού, με την αντιστασιακή νοηματοδότηση του εορτασμού των εθνικών επετείων.
Από την άνοιξη του 1942, το ΕΑΜ, εκμεταλλευόμενο και την εδραίωση των παράνομων πυρήνων του, πραγματοποίησε το πρώτο του «άνοιγμα», μέσα από τη συστηματική δραστηριοποίησή του στους μαζικούς χώρους, με κύριο πεδίο δράσης του τον αγώνα για την επίλυση των επισιτιστικών αιτημάτων. Στα πανεπιστήμια, τις δημόσιες υπηρεσίες, τα γυμνάσια και τα εργοστάσια, το ΕΑΜ συνάντησε τα τμήματα αυτά του αθηναϊκού πληθυσμού που δοκιμάζονταν περισσότερο από τον κατοχικό λιμό, που παραδοσιακά υπήρξαν τα μαχητικότερα τμήματά του και που παράλληλα αποτελούσαν το καταλληλότερο, για πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους, κομμάτι της αθηναϊκής κοινωνίας επάνω στο οποίο μπορούσε να στηρίξει την περαιτέρω επέκταση της επιρροής του. Το ΕΑΜ έκανε όλο και περισσότερο αισθητή την παρουσία του στην Αθήνα, διευρύνοντας τα πεδία της αντιστασιακής του δράσης. Η εξέλιξη αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη από τις δυνάμεις κατοχής:
«Το “Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο”, εκμεταλλευόμενο την επισιτιστική ένδεια, που εντείνεται με το πλησίασμα του χειμώνα, ανάπτυξε ζωηρή δραστηριότητα με προκηρύξεις και κέρδισε έδαφος […] Όλες τις νύχτες τα σπίτια σ’ όλα τα μέρη της Αθήνας και του Πειραιά βάφονται με αγωνιστικά συνθήματα κατά των δυνάμεων του Άξονα, μοιράζονται προκηρύξεις και τοιχοκολλούνται αφίσες με φανατικό περιεχόμενο. Προκηρύξεις και εφημερίδες, που μέχρι λίγο πριν έβγαιναν μόνο με πολύγραφο, τώρα εκδίδονται σε τυπογραφεία […]».
Η επισήμανση στην κατάληξη του παραπάνω αποσπάσματος, φανερώνει την οργανωτική ωρίμανση των παράνομων μηχανισμών του ΕΑΜ. Το φθινόπωρο του 1942, ο εαμικός αντιστασιακός και πολιτικός λόγος έφτανε στους αποδέκτες του όχι μόνο μέσα από τον περιορισμένο αριθμό αυτοσχέδιων, πολλές φορές χειρόγραφων εφημερίδων και προκηρύξεων. Η μετάβαση από τους πολυγράφους στα τυπογραφεία, μαρτυρά την ανάπτυξη του παράνομου εαμικού εκδοτικού μηχανισμού η οποία αντανακλούσε τη συνεχώς διευρυνόμενη επιρροή που ασκούσε το ΕΑΜ στους Αθηναίους.
Αν λοιπόν το αρχικό στάδιο στην ανάπτυξη της εαμικής αντιστασιακής δράσης ήταν αυτό της δημιουργίας των πρώτων πυρήνων σε αυστηρές συνθήκες συνωμοτικότητας, το επόμενο είχε να κάνει με την ενεργοποίηση των πυρήνων αυτών προς την κατεύθυνση της συνεχούς διεύρυνσης της επιρροής τους στους μαζικούς χώρους. Η διεύρυνση αυτή επιχειρήθηκε μέσω της πρακτικής της υποκίνησης των μαζών σε αντιστασιακή δράση. Σε κάθε μαζικό χώρο, οι αντιστασιακοί πυρήνες οργάνωναν δράσεις για την ικανοποίηση επισιτιστικών και ειδικότερων αιτημάτων. Στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο (1942), όπου η επιρροή του αντιστασιακού κινήματος εξαπλωνόταν στους μαζικούς χώρους αλλά όχι στην υπόλοιπη κοινωνία, η τακτική της κινητοποίησης των μαζών εξασφάλιζε παράλληλα και την προφύλαξη των οργανωμένων μελών από τους κινδύνους που συνεπαγόταν η άμεση δημόσια έκθεσή τους. Οι εαμικοί αντιστασιακοί πυρήνες λειτουργούσαν ως το «αόρατο χέρι» των μαζικών κινητοποιήσεων. Η δράση τους, όπως αναφέρει ο μετέπειτα Γραμματέας του 6ου Τομέα της ΕΠΟΝ Μιχάλης Λιαρούτσος για την περίπτωση του Πανεπιστημίου Αθηνών στις αρχές του 1942, δημιουργούσε την αίσθηση ότι υπήρχε «μια κατάσταση που έδειχνε κάποιο μυαλό, κάποια οργάνωση. Εκεί ακούς ορισμένα πράγματα “α! αυτός είναι του Γραφείου. Ποιου Γραφείου;” Εννοούσε του Γραφείου της ΟΚΝΕ […] “Τι είναι το Γραφείο;”. Και απορούσες σε ορισμένα πράγματα».
Η περίπτωση της παράνομης δράσης του ΕΑΜ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών είναι χαρακτηριστική. Μέλη του ΕΑΜ Νέων και της ΟΚΝΕ, δημιουργώντας νέους συλλόγους ή αναλαμβάνοντας τα διοικητικά συμβούλια αυτών που βρίσκονταν ήδη σε λειτουργία, κατάφεραν να κινητοποιούν τα μέλη τους σε συλλογικές δράσεις αντιστασιακού χαρακτήρα. Το τελευταίο τρίμηνο του 1942, μέσα από την ενεργοποίησή τους στον Εκπολιτιστικό Όμιλο του Πανεπιστημίου (ΕΟΠ), στο Σύλλογο Επαρχιωτών Φοιτητών (ΣΕΦ), στο Ταμείο Απόρων Φοιτητών (ΤΑΦ), στους συνεταιρισμούς του Πανεπιστημίου και στο φοιτητικό συσσίτιο, τα 118 μέλη της ΟΚΝΕ και τα 74 του ΕΑΜ Νέων κινητοποιούσαν 4.700 φοιτητές και φοιτήτριες. Η υποκίνηση των Αθηναίων σε αντιστασιακή δράση και η εκδήλωσή της με ογκώδεις και δυναμικές διαδηλώσεις στο κέντρο της πόλης, ήταν ένας από τους βασικότερους τρόπους διάδοσης του αντιστασιακού πνεύματος. Η κομβική σημασία της αντιστασιακής τακτικής της κινητοποίησης των μαζών, φάνηκε στη μεγάλη γενική απεργία που ξέσπασε στις 7 Σεπτεμβρίου 1942 και έληξε τέσσερις ημέρες αργότερα. Σύμφωνα με έκθεση επιτελάρχη της στρατιωτικής διοίκησης Νοτίου Ελλάδος:
«Κομμουνιστές υποκινητές εκμεταλλεύτηκαν την πολύ άσχημη οικονομική και χρηματική κατάσταση του πληθυσμού για να τον φανατίσουν. Για τις 7.9. είχε προκηρυχθεί από την κομμουνιστική πλευρά γενική απεργία. Τα κομμουνιστικά τμήματα που υπάρχουν μέσα στα εργοστάσια και τις αρχές (υπουργεία) είχαν πραγματοποιήσει προηγούμενα συγκεντρώσεις και είχαν κρατήσει μεταξύ τους επαφή μέσω συνδέσμων […] Από τις προκηρύξεις της “Εθνικής Αλληλεγγύης” […] καθώς και της “Κεντρικής Πανυπαλληλικής Επιτροπής” βγαίνει ξεκάθαρα ότι ανεύθυνα στοιχεία εκμεταλλεύτηκαν την κακή επισιτιστική κατάσταση και τη γενική αντιπάθεια προς τον υπουργό Επισιτισμού και Οικονομικών Γκοτζαμάνη.»
Η εαμική αντιστασιακή δράση γινόταν πλέον ορατή από τους Αθηναίους, καθώς όλο και περισσότεροι συμπολίτες τους συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις που αυτό οργάνωνε για την επίλυση του επισιτιστικού προβλήματος. Την ίδια εικόνα είχαν αποκομίσει και οι δυνάμεις κατοχής, καθώς ο συντάκτης της παραπάνω έκθεσης συγκρίνοντας την εν λόγω απεργιακή κινητοποίηση με την αντίστοιχη των δημοσίων υπαλλήλων στις 12 Απριλίου του ιδίου χρόνου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «πήρε πολύ μεγαλύτερη έκταση», αλλά και ότι επεκτάθηκε στους εργάτες «ζωτικών και σημαντικών για τον πόλεμο εργοστασίων».
Η οργανωτική και αντιστασιακή εμπειρία που απέκτησε το εαμικό κίνημα στη διάρκεια του 1942, απέδωσε καρπούς κατά τη διοργάνωση και υλοποίηση της μαζικότερης, έως τότε, αντιστασιακής του ενέργειας. Στις 22 Δεκεμβρίου 1942 πραγματοποιήθηκε στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας μαζική διαδήλωση υπό την καθοδήγηση του ΕΑΜ και του ΕΑΜ Νέων. Η συγκεκριμένη αντιστασιακή ενέργεια κατέχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία του εαμικού κινήματος της Αθήνας. Μέχρι τη διαδήλωση του Δεκέμβρη, η αντιστασιακή δράση του ΕΑΜ περιοριζόταν κάθε φορά σε ένα συγκεκριμένο μαζικό χώρο. Η αιχμή του αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα – φοιτητές, δημόσιοι υπάλληλοι και εργάτες – συμμετείχαν σε αντιστασιακές δράσεις του κάθε κλάδου χωριστά. Η διαδήλωση της 22ας Δεκεμβρίου 1942 υπήρξε η πρώτη συντονισμένη κινητοποίηση που έφερε στους δρόμους της πόλης από κοινού, φοιτητές, εργάτες, υπαλλήλους και μαθητές, καταδεικνύοντας την ωρίμανση των οργανωτικών μηχανισμών του ΕΑΜ.
Αυτή όμως, δεν ήταν η μοναδική καινοτομία της συγκεκριμένης αντιστασιακής ενέργειας. Το κεντρικό της αίτημα, που ήταν όπως σε όλες τις κινητοποιήσεις του 1942 το επισιτιστικό, πλαισιώθηκε για πρώτη φορά με αμιγώς πολιτικά αιτήματα που στρέφονταν κατά των συλλήψεων, των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων Ελλήνων πολιτών από τις δυνάμεις κατοχής. Η συνθηματολογία αυτή υποδήλωνε το σταδιακό μετασχηματισμό που συντελούνταν στο εσωτερικό του μαζικού διεκδικητικού κινήματος, με τη μετάβαση από τα αμιγώς επισιτιστικά αιτήματα στις πολιτικές διεκδικήσεις. Η σταδιακή πολιτικοποίηση του κινήματος άρχισε να πραγματοποιείται στο ευνοϊκό, για την Αντίσταση, κλίμα που δημιούργησαν οι εξελίξεις που προηγήθηκαν, οι οποίες αναπτέρωσαν το ηθικό και την αγωνιστική διάθεση των Αθηναίων. Στις 25/26 Νοεμβρίου 1942 υλοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη και επιτυχής επιχείρηση του ελληνικού αντάρτικου με την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Μια εβδομάδα πριν, στις 19 Νοεμβρίου 1942, πραγματοποιήθηκε η πρώτη αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού στο Στάλινγκραντ, ενώ στις αρχές του Νοέμβρη έγινε γνωστή η μεγάλη νίκη των συμμάχων στο Ελ Αλαμέιν.
Ένα ακόμη στοιχείο που διαφοροποίησε τη διαδήλωση της 22ας Δεκεμβρίου από τις προγενέστερες αντιστασιακές εκδηλώσεις, ήταν ο πρώτος καταγεγραμμένος νεκρός του μαζικού αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα, ο φοιτητής Μήτσος Κωνσταντινίδης. Το κίνημα αποκτούσε πλέον τους μάρτυρές του, τα θύματα του αντιστασιακού αγώνα που πιστοποιούσαν, με τον πιο τραγικό τρόπο, την αδυναμία της κυβέρνησης και των κατοχικών αρχών να διαχειριστούν την κατάσταση. Όσο το ΕΑΜ αύξανε τις δυνάμεις του και διεύρυνε την πολιτική του επιρροή, τόσο πιο βίαιη γινόταν η αντίδραση των κατοχικών δυνάμεων. Η διαδήλωση 30 έως 40 χιλιάδων Αθηναίων που εξέφραζαν δημόσια την αντίθεσή τους στο κατοχικό καθεστώς, πιστοποιούσε τη μετατροπή των ολιγάριθμων αντιστασιακών πυρήνων των αρχών του 1942, σε πολιτική δύναμη αμφισβήτησης της κατοχικής εξουσίας στα τέλη του ίδιου χρόνου.