Οι σκοτεινές γειτονιές των Media
Της Γεωργίας Λινάρδου – HOT DOC
«Κυρίες και κύριοι, στο τηλεοπτικό μας πάνελ έχουμε απόψε τον Χ πολιτικό συντάκτη, γνωστό για τις εύστοχες και αντικειμενικές του αναλύσεις, τον υπουργό της κυβέρνησης Ψ, που μας έκανε την τιμή απόψε να έρθει με σκοπό να δεχθεί σκληρές ερωτήσεις για τις δύσκολες ώρες που περνά η χώρα, και τον γνωστό κύριο Ω, επικοινωνιολόγο που οι δημοσκοπήσεις του πάντα πέφτουν μέσα».
Στρώνεσαι στον καναπέ και παρακολουθείς. Η συζήτηση τελειώνει, αλλά εσύ νιώθεις σαν να μην έγινε ποτέ. Ένα κενό αντικειμενικής ενημέρωσης υπερίπταται στο υποσυνείδητο σου. Μήπως φταίει το Χ-Ψ-Ω;
Στη δημοσιογραφική Ελλάδα του μνημονίου τα πράγματα είναι απολύτως μοιρασμένα: σε αυτούς που τα παίρνουν και κάθονται, σε αυτούς που δουλεύουν και τα κερδίζουν με την αξία τους, σε αυτούς που δουλεύουν, αλλά αμείβονται ελάχιστα και καταγγέλλουν ή για διάφορους λόγους κωλύονται να καταγγείλουν όσους δουλεύουν και τα κερδίζουν, και πάει λέγοντας. Όμως, υπάρχει και μία τρίτη κατηγορία που υποσκελίζει όλες τις υπόλοιπες. Σε αυτήν ανήκουν όσοι μας δουλεύουν όλους και πληρώνονται γι’ αυτό από πολλαπλές πηγές.
«Πώς να εξηγήσω ότι ένας πρώην υπουργός Εθνικής Οικονομίας εκμυστηρεύτηκε σε πρώην συνεργάτες του ότι τα πιο ακριβά επώνυμα κουστούμια και τα περισσότερα Rolex τα έβλεπε όταν έδινε συνέντευξη Τύπου στην πλατεία Συντάγματος και όχι στις διεθνείς του επαφές και συναντήσεις!» Λέτε τελικά να ισχύει αυτό που είπε ο συμπαθής Κ. Μπράουν;
Δημοσιογραφία – Επικοινωνία -Διαφήμιση
Αυτό είναι το ισχυρό τρίπτυχο που κατ’ άλλους λυμαίνεται εδώ και χρόνια τον δημόσιο κορβανά, κατ’ άλλους έπρεπε να είναι αντικείμενο σοβαρής δικαστικής έρευνας -εν μέρει είναι-, κατ’ άλλους προκαλεί ερωτήματα του τύπου «ποιος δουλεύει ποιον», κατ’ άλλους αποτελεί έναν από τους ηθικούς αυτουργούς των όσων δραματικών βιώνουμε σήμερα και για κάποιους άλλους απλώς είναι «δουλειά».
Εδώ και καιρό ο εισαγγελέας Εφετών Ισίδωρος Ντογιάκος έχει βάλει πείσμα να διαλευκάνει τη «μαύρη» σχέση – λόγω χρωματικής παλέτας του ρευστού που διακινείται- του επίμαχου τρίπτυχου, στο οποίο συνδετικός κρίκος είναι οι δημοσιογράφοι. Δημοσιογράφοι (άρα επικοινωνία), διαφημιστικές (άρα προβολή), εκλογολόγοι (άρα και τα δύο προηγούμενα συν επηρεασμό της κοινής γνώμης, διαμόρφωση κλίματος), πολιτικά κόμματα (εξαρτημένα από τους υπόλοιπους δύο), δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς (άρα χρήμα).
Και σαν να μην έφτανε η έρευνα Ντογιάκου, εδώ και εβδομάδες τρέχει η «φήμη» για πέντε δημοσιογράφους οι οποίοι λέγεται ότι έχουν «πιαστεί» στην υπόθεση Τσοχατζόπουλου. Σε αυτές τις σύνθετες υποθέσεις που διερευνά ο Ντογιάκος, άκρη ίσως να βρεθεί δύσκολα. Άλλωστε, ο ορισμός της διαπλοκής δεν ορίστηκε τυχαία στο λεξικό: σύνθεση, σύμπλεξη. Επίσης μην ξεχνάμε την κορυφαία δήλωση του πρώην υπουργού της Νέας Δημοκρατίας Ε. Βουλγαράκη «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό». Είναι παράνομο, λοιπόν, που η δικαστική έρευνα μέχρι τώρα έχει εντοπίσει σκοτεινές συναλλαγές δημοσιογράφων με την εξουσία, την όποια μορφή εξουσίας, επειδή δεν έκοβαν αποδείξεις από τα μπλοκάκια παροχής υπηρεσιών τους. Όλο το υπόλοιπο —πλην της φοροδιαφυγής που σε αυτήν την περίπτωση είναι πλημμέλημα- είναι ηθικό ή όχι;
Οφείλουν οι άνθρωποι της επικοινωνίας να είναι θρασείς και ασεβείς με την εξουσία ή να τάσσονται υπέρ της; Μπορούν δημοσιογράφοι που καλύπτουν ρεπορτάζ της Νέας Δημοκρατίας να εργάζονται για λογαριασμό διαφημιστικής εταιρίας που έχει αναλάβει την επικοινωνία του ίδιου κόμματος ή όχι; Μπορούν δημοσιογράφοι της κρατικής τηλεόρασης να εργάζονται σε εταιρία δημοσκόπων ή όχι;
Όταν κάποιος τάσσεται υπέρ της εξουσίας, οι λόγοι που το κάνει πρέπει να είναι ξεκάθαροι. Η αλήθεια που προβάλλει θα πρέπει να υπηρετεί την αλήθεια της εξουσίας και όχι να είναι μεταμφιεσμένη, εξυπηρετώντας κάποια σκοπιμότητα υπέρ ίδιον όφελος όπως το χρήμα, την αξίωση ενός καλού διορισμού, μια γρήγορη και επιτυχημένη ανέλιξη στον επαγγελματικό του τομέα.
Βόλτα στις σκοτεινές γειτονιές της ελληνικής δημοσιογραφίας
Ας πάμε, λοιπόν, μια βόλτα στις σκοτεινές γειτονιές της ελληνικής δημοσιογραφίας, εκεί που ενδεχομένως να μη φτάσει ποτέ η δικαιοσύνη που διερευνά ως οφείλει το παράνομο. Εμείς, όμως, μπορούμε να ανοίξουμε μια κουβέντα για το ηθικό και μη, αυτό που στην εξέλιξη του παίζει «τραμπάλα» στην παιδική χαρά της παρανομίας και στις πλάτες των πολιτών.
Ο πρώτος στόχος της επικοινωνιακής «διαπλοκής» είναι οι διαπιστευμένοι δημοσιογράφοι σε υπουργεία, Βουλή, φορείς του δημοσίου κτλ., και ακολουθούν οι τηλεοπτικοί αστέρες. Νεαρός πολιτικός συντάκτης, γνωστός από την έμμισθη σχέση που έχει με τηλεοπτικό σταθμό, λέγεται πως αναπήδησε από τη χαρά του όταν, λίγες μέρες μετά τα αποτελέσματα των εκλογών του 2009, μνημονιακή βουλευτής του ζήτησε χαλαρά να την βοηθήσει με τις «ιδέες του και τις προτάσεις του» στον τομέα της επικοινωνίας. Εκείνος ένιωσε ισχυρός όχι μόνο απέναντι στους υπόλοιπους συναδέλφους του που έτρεχαν με τα μαρκούτσια στη Βουλή, αλλά και έναντι της κοινής γνώμης που παρακολουθούσε την αντικειμενική πολιτική ενημέρωση που έκανε ως τηλεοπτικός συντάκτης.
Η κυρία βουλευτής και μετέπειτα υφυπουργός της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου φαινόταν αποφασισμένη, σύμφωνα με πηγές, να ρίξει χρήμα για να χτίσει επικοινωνιακά την εικόνα της προς τα έξω. Χαζή δεν ήταν, η επαγγελματική σχέση που ανέπτυξε με τον συνάδελφο φυσικά και δεν ήταν έμμισθη.Ένα είδος «ενοικιαζόμενου δημοσιογράφου», ευέλικτου και πειθήνιου, ήταν αυτό που ήθελε. Επαγγελματική σχέση χωρίς παραστατικά, αλλά με αρκετά χρήματα να της φεύγουν τον μήνα γι’ αυτόν τον σκοπό στον εν λόγω συνάδελφο και σε άλλους τους οποίους θεώρησε εκείνη πως έπρεπε να «συνεταιριστεί».
Η περίπτωση του νεαρού πολιτικού συντάκτη, που αν διαβάσει κανείς τα άρθρα του -αρθρογραφεί κιόλας- θα διαπιστώσει ότι επαναλαμβάνεται συχνά η λέξη «ανάπτυξη», μπορεί και να είναι τυχαία. Η περίπτωση του πολιτικού συντάκτη, που εμφανίζεται να υπεραμύνεται της ανάπτυξης της χώρας αξιοποιώντας φυσικά τα «καλά» του μνημονίου, αποτελεί από μόνη της μία κατηγορία που υποδηλώνει τη φύση της σχέσης μεταξύ εξουσίας και ΜΜΕ και καταστρατηγεί στην πράξη αυτό που εμείς οι αδαείς αποκαλούμε «ανεξάρτητη δημοσιογραφία» και «αντικειμενική ενημέρωση».
Στην ίδια κατηγορία, ένας ακόμη δημοσιογράφος, διαπιστευμένος στο οικονομικό ρεπορτάζ, ιδιαίτερα προβεβλημένος από την τηλεόραση. Πια δεν εργάζεται σε αυτήν, αλλά όταν εργαζόταν, τον άκουγες και νόμιζες ότι ακούς τον εκπρόσωπο Τύπου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, του Θ. Πάγκαλου, που ισχυριζόταν ότι «όλοι μαζί τα φάγαμε», ή τέλος πάντων ενός από τα «καλόπαιδα» του πρώην υπουργού Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου. Κακοήθειες, απαντούσε ο ίδιος και οι υποστηρικτές του. Μάλλον. Τυχαίο, λοιπόν, το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος μετά την τηλεοπτική του πτώση -δεν οφειλόταν στον ίδιο-ανέλαβε κορυφαία θέση επικοινωνίας σε φορέα του δημοσίου οικονομικού ενδιαφέροντος και συγκεκριμένα στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου. Ακολουθεί και άλλη «διαπιστευμένη» αντικειμενική ενημέρωση, όπως αυτή του αστυνομικού ρεπορτάζ.
Στις τάξεις των διωκτικών και μυστικών υπηρεσιών της χώρας επικρατεί βόρβορος. Στους διαδρόμους της Κατεχάκη χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Πόσοι δημοσιογράφοι εργάζονται επ’ αμοιβή για την ΕΥΠ και την ΕΛΑΣ δεν μπορεί να ξέρει ούτε ο αρμόδιος υπουργός Προστασίας του Πολίτη. Τα τελευταία χρόνια έχουν δει το φως της δημοσιότητας πολλές καταγγελίες, με πλέον πρόσφατη την εμπλοκή γνωστού δημοσιογράφου, η οποία προκάλεσε την αντίδραση της ΕΥΠ και την αναγγελία μηνυτήριας αναφοράς.
Γυρνώντας τις σελίδες προς τα πίσω ή κάνοντας forward στο video της «αντικειμενικής» ενημέρωσης κατά την περίοδο της εξάρθρωσης της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη, συναντάμε έναν πολύ γνωστό τηλεοπτικό δημοσιογράφο, ο οποίος, παρότι δεν είχε καμία σχέση με το αστυνομικό ρεπορτάζ, είχε όλη την ενημέρωση, αλλά μονομερή, όπως περιγράφουν ορισμένοι αστυνομικοί συντάκτες. Ο ίδιος εμφανιζόταν ως ανεξάρτητος δημοσιογράφος, λίγοι όμως γνώριζαν ότι η σύζυγος του εργαζόταν στο γραφείο του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης.
Στον ίδιο τομέα και μία ακόμη περίπτωση συναδέλφου γνωστού αστυνομικού συντάκτη, ο οποίος στο παρελθόν είχε αναλάβει, επίσημα βέβαια, το Γραφείο Τύπου του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, προκαλώντας την έντονη αντίδραση συναδέλφων του. Ο άνθρωπος παραιτήθηκε εξαιτίας της συναδελφικής «κατακραυγής». Ευτυχώς που εκείνη την περίοδο η σύζυγος του μονιμοποιήθηκε στην ΕΥΠ.
Επόμενος σταθμός το υπουργείο Εθνικής Άμυνας
Οι κακές γλώσσες λένε ότι όπου εμφανίζεται το χρήμα προκαλείται δημοσιογραφική διάβρωση και παραπέμπουν στα υπουργεία Οικονομίας, Ναυτιλίας, Υγείας και Εθνικής Άμυνας. Εκεί δείχνουν την εύφορη κοιλάδα όπου αναπτύσσεται η μεγάλη κατηγορία του Champions League. Εκεί επί σειρά ετών καταγγέλλονται οι σκοτεινές γειτονιές των Media, χωρίς όμως να τεκμηριώνονται οι σχετικές κατηγορίες.
Ας ξεφύγουμε λίγο από την περίπτωση του πρώην υπουργού Άκη Τσοχατζόπουλου, με τις φήμες ότι ορισμένοι διαπιστευμένοι δημοσιογράφοι του στρατιωτικού ρεπορτάζ βρίσκονταν στο pay roll για να προβάλλουν τις θέσεις του τότε υπουργού, τις δουλειές που ήθελε να κλείσει το υπουργείο, και ότι έπαιρναν «δανεικά κι αγύριστα» από τη Γενική Τράπεζα. Όλα αυτά είναι φήμες. Φήμες, όμως, δεν αποτελούν και κάποιες δημόσιες καταγγελίες, ανάμεσα τους και αυτή που είχε κάνει ο πρώην υφυπουργός Άμυνας Π. Μπεγλίτης. Μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ, είχε καταγγείλει απίστευτα πράγματα, ανάμεσα τους ότι αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων είχαν στο pay roll δημοσιογράφους. Ο Μπεγλίτης χαρακτηρίστηκε συκοφάντης και ψεύτης. Αλήθεια, ασχολήθηκε κανείς επί της ουσίας με την αλήθεια ή το ψεύδος των σοβαρών αυτών καταγγελιών;
Όταν κάποιος νιώθει ότι θίγεται στο δικαστήριο, συνήθως φωνάζει: «Ενίσταμαι, κύριε πρόεδρε». Εδώ μέχρι και διευθυντές περιοδικών life style, περιγράφουν οι φήμες από το ΣΔΟΕ, χρηματοδοτούνται από την προφυλακισμένη σύζυγο του Άκη Τσοχατζόπουλου, Βίκυ Σταμάτη, με σκοπό να «περιποιούνται» την εικόνα της. Ενίσταται κανείς ή να μηνύσουμε το ΣΔΟΕ για συκοφαντικές διαρροές; Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που δείχνει από πιο συρτάρι των ΜΜΕ επιλέγεται το «κερασάκι» στην τούρτα. Φυσικά, υπάρχει και η τούρτα που προορίζεται για το μεγάλο «πάρτι».
Σε αυτήν, λοιπόν, τη δεύτερη κατηγορία ανήκει μια άλλη κατηγορία δημοσιογράφων των καναλιών, οι λεγόμενες «κλείστρες», επί του θηλυκού, καθώς τα πρώτα χρόνια των τηλεοπτικών παραθύρων και των πάνελ οι δημοσιογράφοι που είχαν ρόλο να κλείνουν καλεσμένους ήταν κυρίως γένους θηλυκού. Πλέον αποκαλούνται «παραγωγοί» με την ευρεία έννοια.
«Παραγωγοί» με την καλή έννοια
Όπως αποκαλύπτουν άνθρωποι που ξέρουν, στην κρατική τηλεόραση -και όχι μόνο— ορισμένα πάνελ συμπληρώνεται από«ανεξάρτητους» δημοσιογράφους, οι οποίοι είναι συνήθως επιλογή κάποιου υπουργού ή παράγοντα της κυβέρνησης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση νεαρού συντάκτη σε εφημερίδα, το όνομα του οποίου έδωσε ένας υπουργός να εμφανιστεί μαζί του σε πάνελ που ήταν προσκεκλημένος. Το θέμα της τηλεοπτικής συζήτησης αφορούσε τις πολιτικές εξελίξεις. Η πρωτοβουλία ανήκε σε γνωστό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Ο συνάδελφος στην αρχή ξαφνιάστηκε. Αργότερα, όμως, κατάλαβε πως αυτή η κίνηση αποτελεί και τον «προθάλαμο» μιας μετέπειτα «συνεργασίας». Θα περίμενε κανείς ότι ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος θα αρνιόταν. Αλλωστε, δεν είναι και τόσο τιμητικό να σε προτείνει ένας άνθρωπος της εξουσίας να παραβρεθείς μαζί του σε μια δημόσια συζήτηση και όχι ο δημοσιογράψος-παραγωγός της εκπομπής, ο οποίος αντικειμενικά αξιοποίησε την ικανότητα σου να παραβρεθείς σε ένα πάνελ με έναν κορυφαίο υπουργό. Ο συνάδελφος τελικά εμφανίστηκε, θέτοντας «σκληρές δημοσιογραφικές» ερωτήσεις στον υπουργό!
Και τώρα πάμε στον τρίτο «πυλώνα» της επικοινωνιακής διαπλοκής, ο οποίος αφορά κορυφαία διευθυντικά στελέχη εφημερίδων, αλλά και προϊσταμένους πολιτικών τμημάτων του ρεπορτάζ. Γνωστή είναι η περίπτωση δημοσιογράφου της έντυπης δημοσιογραφίας, ο οποίος είχε βρεθεί στο απόγειο της δόξας του την περίοδο που ο πρώην δημοσιογράφος και μετέπειτα υπουργός Θεόδωρος Ρουσσόπουλος καθόριζε τις τύχες της χώρας μας. Λέγεται ότι ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος είχε εξασφαλίσει «χρυσό συμβόλαιο» εκείνη την περίοδο με τηλεοπτικό σταθμό, το οποίο του απέδιδε περί τα 40.000 ευρώ μηνιαίως. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι δεν εργαζόταν ιδιαιτέρως σκληρά από το πρωί μέχρι το βράδυ, όπως άλλοι συνάδελφοι του στον ίδιο τηλεοπτικό σταθμό, οι οποίοι αμείβονταν με «τρεις κι εξήντα». Ο ρόλος του περιγράφεται να επικεντρώνεται σε αυτόν του «συνδέσμου» μεταξύ του καναλάρχη και των τότε ισχυρών του Μεγάρου Μαξίμου. Όταν κάποια στιγμή η σχέση των δύο πλευρών διερράγη, ο δημοσιογράφος και πάλι δεν βγήκε χαμένος οικονομικά. Είχε προκάμει να χτίσει γέφυρες με τους νέους «ενοίκους» του Μαξίμου. Η δουλειά του συνεχίστηκε κανονικά, παρέχοντας όμως διαφορετική «αντικειμενική» ενημέρωση αυτήν τη φορά για την πράσινη κυβέρνηση.
Νέα κυβέρνηση, νέες αναζητήσεις και διευκολύνσεις. Το ζητούμενο δεν είναι η ταύτιση με μια κυβέρνηση, αλλά η σύμπλευση με την εξουσία, την όποια εξουσία, κοινώς με την ελίτ που διαφεντεύει αυτόν τον τόπο.
Η ιστορία έχει σπαρταριστή συνέχεια. Με την στήριξη που του παρείχε απλόχερα ο νέος ισχυρός «εργοδότης» του, ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος, ο οποίος κατάγεται από τη νησιωτική Ελλάδα και κουβαλά ακόμη το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής του, βρέθηκε να είναι μέλος της περίφημης Αθηναϊκής Λέσχης. Κάτι που στελέχη πολυεθνικών εταιριών και μεγάλων επιχειρήσεων επιδιώκουν επί χρόνια να πετύχουν, ο συνάδελφος το πέτυχε εν μία νυκτί!
Πώς λοιπόν να μην ανταποδώσει το πόσο καλό του έκανε ο καλός του «εργοδότης», τη στιγμή που το συγκρότημα στο οποίο εργαζόταν αντιμετώπιζε έντονα οικονομικά προβλήματα, πολυάριθμες γενικές συνελεύσεις με αποκλεισμένες επί ημέρες τις κεντρικές εισόδους και έντονη εσωτερική αναταραχή. «Αφήστε εγώ να μιλήσω με τον… (αφεντικό) που ξέρετε ότι έχω καλή σχέση μαζί του», είπε σε μία από αυτές τις συνελεύσεις συντακτών από μικροφώνου και χρειάστηκε η παρέμβαση αρκετών «ψύχραιμων δημοσιογράφων» για να αποσοβηθεί ο διαφαινόμενος κίνδυνος για τη σωματική του ακεραιότητα.
Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσονται και ορισμένες κυρίες της ελληνικής ανεξάρτητης δημοσιογραφίας. Ανάμεσα τους μια πολύ αντικειμενική συνάδελφος, που ενώ είναι στέλεχος κόμματος εξουσίας, προβάλλεται από ορισμένα κανάλια ως πολιτική αναλύτρια με δήθεν ανεξάρτητη -αντίθετη- άποψη, η οποία όλως τυχαίως συμβαδίζει με τις προγραμματικές του κόμματος, στο στελεχικό δυναμικό του οποίου ανήκει. Πριν από μερικά χρόνια οι φήμες έλεγαν γι’ αυτήν πως ανήκε και σε εταιρία δημοσκοπήσεων, η οποία έχει ταυτιστεί δημοσίως με το κόμμα για το οποίο έκανε τις δημοσκοπήσεις. Με θεούς και δαίμονες απειλούσε στο παρελθόν η συγκεκριμένη κυρία όσους τολμούσαν να αμφισβητήσουν τη δημοσιογραφική της αντικειμενικότητα, σχετίζοντας την με τις παράλληλες κομματικές της δραστηριότητες.
Ανεξαρτησία της πολιτικής ανάλυσης
Δύο πρόσωπα που έχουν πρωταγωνιστήσει σε «σκοτεινές» δημόσιες γειτονιές τούτης της χώρας είναι οι δύο γνωστοί επικοινωνιολόγοι, ο ένας προσκείμενος στο στρατόπεδο του ΠΑΣΟΚ από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου και ο άλλος στην παράταξη της Νέας Δημοκρατίας, στην οποία και άφησε εντόνως το αποτύπωμα του.
Ο πολυπράγμων δημοσκόπος
Ο επικοινωνιολόγος-πολιτικός αναλυτής έχει δουλέψει σκληρά στη ζωή του, ορισμένες φορές με «υπερβάλλοντα» ζήλο, έχοντας αφήσει το στίγμα του σε διάφορες βαθμίδες της κομματικής ιεραρχίας του ΠΑΣΟΚ. Διατηρεί καλές σχέσεις με την οικογένεια Παπανδρέου και, όπως περιγράφουν αυτοί που ξέρουν, κυρίως με τον Νίκο Παπανδρέου.
Διαβάζοντας κάποιος βιαστικά το βιογραφικό του, ενδεχομένως και να συμπεράνει πως αυτός ο επιστήμονας που κατά καιρούς εμφανιζόταν και ως αποκλειστικός πολιτικός αναλυτής της κρατικής τηλεόρασης (επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ) ήταν κομματικό στέλεχος κόμματος. Δεν ήταν, όμως.
Φυσικά έχει υπηρετήσει κατά καιρούς σε διάφορες θέσεις δημόσιων φορέων και οργανισμών τις εποχές που κυβερνούσε το ΠΑΣΟΚ. Διαθέτει ένα μειλίχιο προφίλ. Ενας άνθρωπος που δεν επιθυμεί να δίνει δικαιώματα. Έχει πολλούς φίλους δημοσιογράφους, κυρίως από το πολιτικό, αλλά και το οικονομικό ρεπορτάζ, από τους οποίους κατά καιρούς δεχόταν και«καλές ιδέες» για επικοινωνιακά projects που αναλάμβανε. Σχέση επ’ αμοιβή, αλλά όχι μισθωτή.
Η ιστορία του είναι ενδεικτική για το πώς η σχέση Χ-Ψ-Ω, ακόμη και σε περιπτώσεις που έχει παρέμβει η Δικαιοσύνη, είναι τόσο ισχυρή επικοινωνιακά ώστε να επέρχεται γρήγορα η λήθη και κυρίως να επιβάλλεται στην κοινή γνώμη. Ο άνθρωπος αυτός καταδικάστηκε στο παρελθόν για διασπάθιση μετοχικού κεφαλαίου εκατομμυρίων δραχμών, στο πλαίσιο μιας γνωστής χρηματιστηριακής υπόθεσης. Φυσικά, απαλλάχθηκε με βούλευμα μετά την εισήγηση του εισαγγελέα Λ. Καλούση, γνωστού για το παραδικαστικό κύκλωμα. Ήταν μια δύσκολη περίοδος γι’ αυτόν, ευτυχώς όμως εξαιτίας των πολύ καλών του φίλων ξεχάστηκε γρήγορα και εμφανίστηκε εκ νέου στη δημόσια σκηνή, πότε με τηλεοπτικές αναλύσεις δημοσκοπικού περιεχομένου και πότε με τον διορισμό του σε κορυφαία επενδυτικά σχήματα που προωθούσε η κυβέρνηση Παπανδρέου. Τυχαία επιλογή σε κορυφαία θέση χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο, αλλά και από τον τότε πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου, η ανάληψη διευθυντικής θέσης σε ένα μεγάλο project της τότε κυβέρνησης που προωθούσε στο πλαίσιο της πράσινης ανάπτυξης.
Το να εργάζεται κάποιος ειδικός στον τομέα της επικοινωνίας για ένα κόμμα είναι θεμιτό, είναι νόμιμο, είναι job, αλλά την ίδια ώρα να αναλαμβάνει project του δημοσίου μπορεί να είναι επίσης νόμιμο, αλλά είναι ηθικό; Μπορεί αυτός να νομιμοποιείται εκ της ειδικότητας του να ενημερώνει όλους εμάς από τα κανάλια για την πολιτική κατάσταση της χώρας με αντικειμενικό τρόπο;
Ο γαλάζιος δημοσκόπος
Η περίπτωση αυτού του ανθρώπου έχει απασχολήσει αρκετά τη δημοσιότητα στο πλαίσιο διερεύνησης από τη Δικαιοσύνη του σκανδάλου της Siemens και συγκεκριμένα των «μαύρων ταμείων» των διαφημιστικών, από τα οποία πληρώνονται δημοσιογράφοι για να παρέχουν κάθε είδους υπηρεσία.
Στις καταθέσεις του και στην αρμόδια Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, ο συγκεκριμένος δημοσκόπος, ο οποίος κατά καιρούς έχει αναλάβει κορυφαία projects από φορείς του δημοσίου αλλά και του ιδιωτικού τομέα, φυσικά αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση. Ευρέως γνωστή, όμως, στον χώρο των ΜΜΕ είναι η ιδιαίτερη και πολύ προσεκτική συνεργασία που είχε αναπτύξει με μια σειρά δημοσιογράφων, τους οποίους επέλεγε αρχικά με βάση τις δεξιές τους προτιμήσεις, καθότι ο ίδιος για αρκετά μεγάλο διάστημα είχε καλό πελάτη το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, εξ ου και το προσωνύμιο που τον ακολουθούσε μέχρι πρόσφατα: «ο γαλάζιος δημοσκόπος».
Αίσθηση είχε προκαλέσει την περίοδο της πτώσης της «παντοκρατορίας» του στα Media η παρέμβαση του Π. Καμμένου, βουλευτή ακόμη της ΝΔ και μέλους της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής για το σκάνδαλο της Siemens, ο οποίος είχε δηλώσει: «Εγώ σαν μέλος του ελληνικού Κοινοβουλίου και μέλος της Επιτροπής, δηλώνω ότι η CIVITAS μοίραζε χρήματα σε δημοσιογράφους, όπως προκύπτει από τη μέχρι τώρα δικογραφία».
Ο γνωστός επικοινωνιολόγος δεν το παραδέχθηκε. Όπως και να ‘χει, επί της ουσίας αυτό που είναι σημαντικό είναι πως το project Siemens δεν ήταν τίποτα λιγότερο ή περισσότερο γι’ αυτόν από άλλα επικοινωνιακά project που έχει αναλάβει και θεωρούνται πολύ πιο σημαντικά από στρατηγικής ή οικονομικής απόψεως, όπως για παράδειγμα αυτό της διαχείρισης κρίσεως στον αγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, για το οποίο οι πληροφορίες τον θέλουν να έχει πληρωθεί αδρά.
Είναι ο άνθρωπος που είχε αναλάβει δουλειά και για το ΔΝΤ, αποδελτιώνοντας δημοσιεύματα για λογαριασμό μιας ευρωπαϊκής εταιρίας που του είχε αναθέσει τη δουλειά και πληρωνόταν γι’ αυτό με 10.000 ευρώ τον μήνα.
Αυτό που προκαλεί ενδιαφέρον στην περίπτωση του γαλάζιου δημοσκόπου είναι η ευλυγισία ενός επιστήμονα, ο οποίος εμφανίζεται να διατηρεί την ακεραιότητα του, ενώ παράλληλα παρέχει υπηρεσίες σε ένα κόμμα εξουσίας και σε μια επιχείρηση που κάνει γιγαντιαίους τζίρους με το Δημόσιο. Νόμιμο, ηθικό ή απλώς «δουλειά»;