Αγωνιστικό μέτωπο ή μέτωπο εξουσίας;
Του Δημήτρη Κάβουρα*
Τις προηγούμενες μέρες οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έστειλαν μία επιστολή προς το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ και απευθύνθηκαν στις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς με την πρόταση για ένα «Αγωνιστικό Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής». Πρόκειται για μια προσπάθεια απάντησης στη συζήτηση που γίνεται και στην αγωνία του κόσμου της αριστεράς και μεγάλου κομματιού της Ελληνικής κοινωνίας, για την αναγκαιότητα σύμπτυξης πολιτικού μετώπου εξουσίας, που θα κινείται στον αντίποδα της σημερινής κυρίαρχης αστικής πολιτικής.
Με την επιστολή τους αυτή και την πρότασή τους, καλούν σε κοινή δράση στο κίνημα, σε ένα Αγωνιστικό Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής, με στόχο την πολιτική υπεράσπιση των αγώνων που αναπτύσσονται, την ανατροπή της ασκούμενης πολιτικής, την ανατροπή της κυβέρνησης, των μνημονίων κ.λπ. Η κοινή δράση που προτείνουν, θα έχει ως βάση ένα πρόγραμμα αντικαπιταλιστικών στόχων, πρόγραμμα όμως το οποίο, εκτός από την αναγκαία πάλη και διεκδίκησή του από το μαζικό κίνημα, δεν διευκρινίζεται ποιος, ή ποιοι, θα το υλοποιήσουν.
Στην επιστολή προς το ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ επίσης, οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, διευκρινίζουν ότι
«… με βάση τις υπαρκτές προγραμματικές διαφορές, δεν υπάρχει δυνατότητα συγκρότησης προγραμματικού ή εκλογικού πολιτικού μετώπου».
***
Εκτός από το βασικό ζήτημα, το ζήτημα της εξουσίας, το οποίο θα αναπτύξουμε παρακάτω, ένα πρώτο πράγμα που έχουμε να παρατηρήσουμε στην πρωτοβουλία αυτή είναι ότι η απεύθυνσή της είναι ψευδεπίγραφη και παραπλανητική. Υπάρχει μία «Επιστολή της Κεντρικής Συντονιστικής Επιτροπής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς το ΠΓ της Κ.Ε. του ΚΚΕ και τη Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ» αλλά όχι προς «τα όργανα των οργανώσεων και κομμάτων της άλλης αριστεράς», όπως ισχυρίζεται ο κατοπινός τίτλος της επιστολής, όπως αυτή αναρτήθηκε στον ιστότοπο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Οι οργανώσεις της ‘άλλης’ αριστεράς δεν παρέλαβαν καμιά τέτοια επιστολή. Το μόνο «γράμμα» που εμείς πήραμε ήταν το «ανοιχτό κάλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για ένα Αγωνιστικό Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής».
Άλλωστε, στην περίπτωση που πρόκειται για «Επιστολή της Κεντρικής Συντονιστικής Επιτροπής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που στάλθηκε προς το ΠΓ της Κ.Ε. του ΚΚΕ, τη Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ και τα όργανα των οργανώσεων και κομμάτων της άλλης αριστεράς», πρέπει να ρωτήσουμε (εμείς και άλλοι κομμουνιστές και αγωνιστές του κινήματος που συνεργαστήκαμε με τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις εκλογές για Περιφερειακή και Τοπική Αυτοδιοίκηση και εξακολουθούμε να συνεργαζόμαστε): υπάρχει ανάμεσα σε εμάς και τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάποια άλλη προοπτική στο μέλλον εκτός από την κοινή μας συμπόρευση και στήριξη των αγώνων των εργαζομένων, εφόσον «… με βάση της υπαρκτές προγραμματικές διαφορές, δεν υπάρχει δυνατότητα συγκρότησης προγραμματικού ή εκλογικού πολιτικού μετώπου»;
Αν δεν υπάρχει, τότε σύντροφοι ευχαριστούμε πολύ για τη μέχρι τώρα συνεργασία μας και την πιθανή μελλοντική συμπόρευση στους αγώνες. Θα θέλαμε όμως να μας εξηγήσετε ποιες είναι αυτές οι«υπαρκτές προγραμματικές διαφορές» που σας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι «δεν υπάρχει δυνατότητα συγκρότησης προγραμματικού ή εκλογικού πολιτικού μετώπου» μαζί μας και μαζί με άλλους συναγωνιστές και συντρόφους. Και μη μας πείτε ότι αυτή η επιστολή δεν αφορά εμάς, διότι τότε απλούστατα επιβεβαιώνετε ότι πρόκειται για επιστολή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι και προς «τα όργανα των οργανώσεων και κομμάτων της άλλης αριστεράς» όπως ισχυρίζεστε.
Δεν είναι δύσκολο να υποπτευθεί κάποιος, ακόμα και καλοπροαίρετος, ότι εδώ πρόκειται όχι για περίπτωση ατυχούς παρουσίασης μιας πρωτοβουλίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά για περίπτωση διγλωσσίας. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ άλλα λέει όταν απευθύνεται στην εξωκοινοβουλευτική, την ‘άλλη’, αριστερά, και άλλα λέει όταν απευθύνεται στο ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Απέναντι στο ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ συρρικνώνεται τελικά η μορφή αλλά και το περιεχόμενο της πολιτικής πρότασης.
Το δεύτερο που θέλουμε να παρατηρήσουμε είναι ότι οι επικεφαλείς της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προκαταλαμβάνουν στην επιστολή τους όχι μόνο την απάντηση της ‘άλλης’ αριστεράς αλλά και την απάντηση του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ. Αντί οι επικεφαλείς της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να δηλώσουν τη δική τους σαφή πολιτική βούληση και να επισημάνουν το προφανές, το αντικειμενικό γεγονός, ότι δηλαδή το μεταβατικό πρόγραμμα που προτείνουν συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον με το πρόγραμμα του ΚΚΕ αλλά και άλλων δυνάμεων και να αξιοποιήσουν αυτό το γεγονός, οι επικεφαλείς της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τσουβαλιάζουν τα πράγματα και απαντούν αρνητικά για ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΟΛΩΝ!
Αυτό είναι μια δειλή και αντιφατική πολιτική. Είναι δειλή γιατί οι επικεφαλείς της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αρνούνται να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν, ευθύνες που προκύπτουν από τα καθήκοντα που θέτει η πολιτική πραγματικότητα και αρνούνται να θέσουν προ των ευθυνών τους και τις άλλες πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς. Η πρωτοβουλία της επιστολής μοιάζει να έχει καθαρά διεκπεραιωτικό χαρακτήρα, σαν μια τελετουργία που πρέπει να γίνει για να φύγει το βάρος από πάνω μας, ίσως και για να καθησυχαστούν φωνές εντός του χώρου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που ζητάνε μια συνεργασία.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ φαίνεται να θέλει να δραπετεύσει από τα καθήκοντα που θέτει η πραγματικότητα θέτοντας με τέτοιο τρόπο τα ζητήματα που να διευκολύνει και την ίδια και τις δυνάμεις στις οποίες απευθύνεται η επιστολή να δραπετεύσουν από αυτά τα καθήκοντα. Τσουβαλιάζει όλες τις δυνάμεις στις οποίες απευθύνεται η πρόταση, παίρνοντας ως δεδομένο την αρνητική απάντησή τους στη συγκρότηση ενός πιο στρατηγικού μετώπου. Αντί να πιέζει τις άλλες δυνάμεις της αριστεράς προς αυτή την κατεύθυνση, σπεύδει να παράσχει σε αυτές τη διέξοδο διαφυγής!
Και είναι αντιφατική διότι το πρόγραμμα που προτείνεται ως βάση συνεργασίας έχει ένα προωθημένο περιεχόμενο, καθώς η ουσία και η λογική του οδηγούν σε μεγάλης έκτασης απαλλοτρίωση καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και κεφαλαίων (εθνικοποιήσεις τραπεζών και μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο, διαγραφή του χρέους) και σύγκρουση με κεντρικές επιλογές του κεφαλαίου στην Ελλάδα (τη συνέχιση της ευρωενωσιακής προοπτικής) που τελικά θέτουν ζήτημα εξουσίας, ενώ το μέτωπο που καλείται να το υλοποιήσει αρνείται να υιοθετήσει ένα προγραμματικό περιεχόμενο και μορφή και να θέσει ζήτημα εξουσίας.
Αντίθετα, εκ προοιμίου πρόκειται για ένα ξέπνοο αγωνιστικό μέτωπο από αυτά που είχαμε συνηθίσει στην προηγούμενη περίοδο. Αν οι επικεφαλείς της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήθελαν να είναι συνεπείς θα έπρεπε, είτε να προτείνουν κάτι πιο μίνιμουμ (την προστασία των κεκτημένων των εργαζομένων από την επίθεση της αστικής τάξης) και ένα αγωνιστικό μέτωπο που θα το υλοποιεί, αν πραγματικά έκριναν ότι υπάρχουν σοβαρές πολιτικές-προγραμματικές διαφορές (και φυσικά θα έπρεπε να εξηγήσουν ποιες είναι αυτές οι διαφορές), είτε, εφόσον προτείνουν ένα σχετικά προωθημένο πρόγραμμα, θα έπρεπε να πάνε και ένα βήμα παραπέρα στο ζήτημα του τι είδους μετώπου θα το υλοποιήσει (που δεν μπορεί προφανώς να παραμείνει στο επίπεδο απλώς του αγωνιστικού μετώπου).
Δυστυχώς, αυτό που βλέπουμε είναι τις πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς, που διαθέτουν ένα πρόγραμμα εργατικής απάντησης στην κρίση, να συναγωνίζονται μεταξύ τους στο πώς θα δραπετεύσουν από τα καθήκοντα της στιγμής και το βαθμό μεγαλύτερου ή μικρότερου σεχταρισμού που θα επιδείξουν, περιορίζοντας τις όποιες πρωτοβουλίες τους σε ένα αγωνιστικό μέτωπο αντίστασης και μιας γενικόλογης ανατροπής.
Επιπλέον, οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ καλούν σε «…ενότητα των ταξικών δυνάμεων στο εργατικό και λαϊκό κίνημα έξω από την λογική και ανεξάρτητα από της δυνάμεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και της αστικής πολιτικής των ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, του υποταγμένου συνδικαλισμού…». Καλούν δηλαδή σε διάσπαση, αντί να καλέσουν σε ενιαίο εργατικό μέτωπο, σε αλλαγή των συσχετισμών και απόσπαση της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ από την αστική επιρροή και την κυριαρχία των γραφειοκρατών, ταυτίζοντας παράλληλα την ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ με την ηγεσία τους.
Για την άνευ περιεχομένου, άρα και αναποτελεσματική, πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό, η εφαρμογή στην πράξη αυτής της σεχταριστικής, διαλυτικής και αδιέξοδης πολιτικής και η προέκτασή της σε όλα τα επίπεδα.
***
Για να πάμε τώρα στην ουσία της πρότασης.
Η συνολική πρόταση του «Αγωνιστικού Μετώπου Ρήξης και Ανατροπής» είναι ανεπαρκής, διότι περιορίζεται στα όρια της κοινής δράσης στο κίνημα και της «ανατροπής αυτής της πολιτικής» και δεν απαντάει στο βασικό ζήτημα που αναδεικνύεται εκ των πραγμάτων, στο ζήτημα της εξουσίας. Οι δύο στρατηγικές για τη διέξοδο της χώρας από την κρίση, η εργατική-επαναστατική και η αστική-αντιδραστική, τίθενται εκ των πραγμάτων και αυτό είναι δυνατό να κατανοηθεί από το σύνολο του ελληνικού λαού.
Από την πλευρά μας πιστεύουμε ότι ακριβώς αυτή η περιοριστική πάλη στα όρια ενός «αγωνιστικού μετώπου» αντί ενός ενιαίου εργατικού μετώπου εξουσίας, δεν βοήθησε το εργατικό και λαϊκό κίνημα να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες της μάχης με τους καπιταλιστές και τις κυβερνήσεις τους, δεν βοήθησε στο να δοθεί η μάχη από καλύτερες θέσεις και με καλύτερους όρους, με όρους νίκης.
Και αυτό διότι οι καπιταλιστές, για να ξεπεράσουν την κρίση τους, είναι υποχρεωμένοι να περάσουν σαν οδοστρωτήρας πάνω από τα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα και τις καταχτήσεις. Μέση οδός, στην περίοδο της παρούσας καπιταλιστικής κρίσης, δεν υπάρχει.
Το δίλημμα τίθεται άμεσα και επιτακτικά: είτε η εργατική τάξη θα αμφισβητήσει και θα ανατρέψει τον καπιταλισμό, είτε οι καπιταλιστές θα τσακίσουν την εργατική τάξη, τα δικαιώματα, τις καταχτήσεις, τις οργανώσεις της.
Άμεσος, ιστορικά επίκαιρος, πολιτικά και οικονομικά δυνατός είναι ο στόχος της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού. Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να συγκεντρωθούν όλες οι δυνάμεις της εργατικής τάξης. Υποπροϊόν της πάλης για την εξουσία θα είναι οι εργατικές και λαϊκές καταχτήσεις.
Οι καπιταλιστές, τότε και μόνο τότε θα κάνουν υποχωρήσεις, όταν νιώσουν στο σβέρκο τους την ανάσα ενός επαναστατικού κινήματος που θα αμφισβητεί την εξουσία και την ιδιοκτησία τους.
Επιπλέον, η πρωτοβουλία η οποία πάρθηκε από τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ περιορίζεται και καθίσταται θνησιγενής από τη στιγμή που καταλήγει στο ανορθολογικό, όχι αντικειμενικό και ισοπεδωτικό συμπέρασμα ότι «…δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή η δυνατότητα για μια πολιτική ή εκλογική ενότητα…».
Τη στιγμή που η εργατική τάξη και ο εργαζόμενος λαός συντρίβονται κυριολεκτικά από τις μυλόπετρες της καπιταλιστικής κρίσης και ενώ υπάρχουν αντικειμενικές προϋποθέσεις για συγκρότηση μετώπου, καθώς δυνάμεις με αναφορά στην εργατική τάξη διατυπώνουν προγράμματα που συγκλίνουν, πολλές φορές κάτω από την πίεση της ίδιας της πραγματικότητας, οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ οδηγούνται στο εξωπραγματικό συμπέρασμα ότι «δεν υπάρχει δυνατότητα για πολιτική ή εκλογική ενότητα».
Ποιές είναι άραγε οι «υπαρκτές προγραμματικές διαφορές », για παράδειγμα, ανάμεσα στο πρόγραμμα του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που καθιστούν αδύνατη την πολιτική ή εκλογική ενότητα;
Από τη στιγμή που βασικά ζητήματα και στόχοι πάλης που έθεταν οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εμείς και άλλες δυνάμεις, το προηγούμενο διάστημα, έχουν υιοθετηθεί από το ΚΚΕ, τότε μπορεί και πρέπει να γίνει το βήμα. Το βήμα της σύμπτυξης προγραμματικού αλλά και εκλογικού μετώπου.
Αιτήματα-στόχοι όπως η μονομερής διαγραφή του δημόσιου χρέους, της εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ, της κρατικοποίησης χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, η ικανοποίηση των εργατικών και λαϊκών διεκδικήσεων, κ.ά., έχουν υιοθετηθεί και έγιναν κτήμα μεγάλου μέρους της κοινωνίας και αναδεικνύονται σήμερα από μια σειρά πολιτικές δυνάμεις. Στην προκειμένη περίπτωση, από το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΕΕΚ, την ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη, την κ.ο ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, και ως ένα βαθμό, από το ΜΑΑ και μεγάλο κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ.
Πώς άραγε οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «… δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή η δυνατότητα για μια πολιτική ή εκλογική ενότητα»;
Την ίδια στιγμή όμως, όπως μας λένε, μπορεί να υπάρξει, με τις ίδιες δυνάμεις, κοινή δράση μέσα στο κίνημα, στη βάση αντικαπιταλιστικών στόχων πάλης, δηλαδή των ίδιων στόχων που περιγράψαμε παραπάνω και οι οποίοι αποτελούν επαρκή βάση συγκρότησης προγραμματικού και εκλογικού μετώπου!
Θεωρούμε αντιφατικό, ανορθολογικό, μη αντικειμενικό και αβάσιμο το συμπέρασμα στο οποίο έφτασαν οι σύντροφοι. Επιπλέον, η Σολομώντεια πολιτική των ίσων αποστάσεων είναι προβληματική, υποκειμενική, ανεδαφική και αναντίστοιχη των αναγκών της ταξικής πάλης, των αναγκών της ίδιας της κοινωνίας η οποία αναζητά διέξοδο από την καταστροφή που την οδηγεί το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του.
Ίσως κάποιοι σύντροφοι να πουν ότι αυτό είναι ένα πρώτο θετικό βήμα που μπορεί να οδηγήσει σε πολιτικό μέτωπο εξουσίας. Μακάρι εμείς να έχουμε λάθος, αλλά τέτοια προοπτική δεν προδιαγράφει η εν λόγω πρόταση.
Το κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην ώρα του και η ώρα των πρωτοβουλιών και των πράξεων είναι τώρα! Ο πολιτικός χρόνος για τη θετική παρέμβαση της αριστεράς, όσον αφορά στην κατάθεση πολιτικής πρότασης διεξόδου από την παρούσα κρίση από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, δεν είναι άπειρος, αντίθετα, διαρκώς συρρικνώνεται.
Η δημιουργία κεντροδεξιών και κεντροαριστερών «αντιμνημονιακών» κομμάτων, αφαιρεί από την αριστερά το πλεονέκτημα του αντιμνημονιακού μονοπωλίου. Επιπλέον, ο πολιτικός χρόνος της αριστεράς δεν συμβαδίζει με τη διάρκεια της κρίσης.
Η καλύτερη στιγμή της αριστεράς είναι τώρα: αν αλλάξει βηματισμό και κινηθεί αποφασιστικά στην οικοδόμηση ενιαίου εργατικού μετώπου εξουσίας, η βραδιά των εκλογών θα μπορέσει να αποτυπώσει μια σοβαρή αλλαγή συσχετισμών σε όφελος των δυνάμεων της αριστεράς, σε όφελος των επαναστατικών δυνάμεων, σε όφελος της εργατικής τάξης. Αλλιώς θα έχει χαθεί ίσως η πιο κρίσιμη ευκαιρία προς αυτή την κατεύθυνση.
Από την πλευρά μας, καλούμε, εντελώς συγκεκριμένα, τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με τις οποίες δώσαμε και δίνουμε από κοινού μάχες, να αναλάβουμε από κοινού πρωτοβουλία και να απευθυνθούμε σε άλλες πολιτικές δυνάμεις με τις οποίες συμπίπτουμε σε βασικά πολιτικά-προγραμματικά ζητήματα.
Να απευθύνουμε έκκληση, κάλεσμα, πρόσκληση για συνάντηση μαζί τους καθώς και πρωτοβουλίες στο μαζικό κίνημα, με στόχο την οικοδόμηση ενιαίου εργατικού μετώπου στη βάση του μεταβατικού προγράμματος, το οποίο αποτελεί ικανή βάση συγκρότησης πολιτικού μετώπου.
Με βάση το κατακτημένο μεταβατικό πρόγραμμα, να πάμε στο ΚΚΕ, στο ΣΥΡΙΖΑ, στο ΕΕΚ, στο ΜΑΑ, στην ΟΚΔΕ και αλλού και να επισημάνουμε, να αναδείξουμε, να τονίσουμε, να θέσουμε επί τάπητος το ζήτημα της συγκρότησης πολιτικού μετώπου που θα είναι παρόν σε όλες τις μάχες: στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, στο κίνημα της νεολαίας, στις πολιτικές μάχες και τις εκλογικές αναμετρήσεις.
Να προχωρήσουμε αποφασιστικά και να συγκροτήσουμε άμεσα προγραμματικό και εκλογικό μέτωπο με αυτούς που τα προγράμματα μας, σε μεγάλο βαθμό, συμπίπτουν! Δηλαδή με το ΚΚΕ, ΕΕΚ, ΟΚΔΕ, ΜΑΑ ίσως, και άλλους.
Να απευθύνουμε συγκεκριμένη πρόταση στο ΚΚΕ για άμεση προγραμματική και σε κάθε περίπτωση εκλογική συμφωνία και κοινή κάθοδο στις επερχόμενες εκλογές, στη βάση του μεταβατικού προγράμματος!
Το πολιτικό μέτωπο ή η συμμαχία που υιοθετεί ένα τέτοιο πρόγραμμα προτίθεται να το υλοποιήσει από θέση εξουσίας ως κυβέρνηση και αυτό το νόημα έχει ο στόχος της εργατικής κυβέρνησης που εμείς θέτουμε. Η εργατική κυβέρνηση θα είναι η κυβέρνηση των εργατών, των φτωχών αγροτών, του εργαζόμενου και εκμεταλλευόμενου λαού και η ανάδειξη, η εγκαθίδρυσή της θα αποτελέσει αφετηρία της επανάστασης.
Με την πρωτοβουλία μας αυτή όχι μόνο θα ταραχθούν τα νερά, αλλά θα προκληθούν πολιτικές εξελίξεις προς κάθε κατεύθυνση.
Σε κάθε περίπτωση οι δυνάμεις στις οποίες θα απευθυνόταν μια τέτοια πρόταση θα ήταν υποχρεωμένες να απαντήσουν πειστικά σε αυτούς που καταθέτουν την πρόταση, στην κοινωνία, στα μέλη τους. Σε περίπτωση άρνησής τους, οι δυνάμεις που πήραν μια τέτοια πρωτοβουλία θα πρέπει να δεσμευτούν να εξακολουθήσουν τη μετωπική τους προσπάθεια μέσα στο κίνημα και όταν προκύψουν εκλογές να κατέβουν από κοινού σε αυτές, αναδεικνύοντας το μεταβατικό πρόγραμμα και την αναγκαιότητα οικοδόμησης ενιαίου εργατικού μετώπου εξουσίας. Αναδείχνοντας ταυτόχρονα την αναγκαιότητα κοινωνικής και εκλογικής ενίσχυσης των δυνάμεών τους, ακριβώς για να προωθήσουν πιο αποτελεσματικά μια τέτοια μετωπική πολιτική προοπτική, μέσα και έξω από τη βουλή.
Στην περίπτωση που οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στις οποίες αναφερόμαστε, δεν αναλάβουν μια τέτοια μετωπική πρωτοβουλία, τότε ο ρόλος τους περιορίζεται σημαντικά, μιας και το μεταβατικό πρόγραμμα που προβάλουν, το έχουν υιοθετήσει πλέον και άλλες, πιο μαζικές δυνάμεις της αριστεράς και ως εκ τούτου, παύει να αποτελεί πολιτικό πλεονέκτημα που μας εκτόξευσε σε εκλογικά ποσοστά πάνω από 2%, στις εκλογές για περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τη λογική της «χρήσιμης ψήφου», που πιστεύουμε ότι θα πρυτανεύσει στις επερχόμενες εκλογές, φέρνουν σε δυσχερή θέση τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Το ουσιαστικό όμως της υπόθεσης είναι να παρθούν άμεσα πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση οικοδόμησης ενιαίου εργατικού μετώπου εξουσίας για να δοθεί εργατική απάντηση στην παρούσα καπιταλιστική κρίση.
Άρα, αυτό που προέχει σήμερα είναι η πολιτική και εκλογική ενότητα των δυνάμεων της αριστεράς των οποίων τα προγράμματα συμπίπτουν.
* Ο Δ. Κάβουρας είναι στέλεχος της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Ανασύνταξη