2010 - 2022
El pueblo unido jamás será vencido Λαός ενωμένος ποτέ νικημένος

οργάνωση της αναρχίας

Αντι-ΛΜΑΤ | Τρίτη 13 Μαρτίου 2012 | | | | | |
2 Μάρτη 2012, Ε.Μ.Π. - ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ 

Ανοιγμα της εκδήλωσης 


Εισήγηση διοργανωτών 

Ένας βασικός σκοπός της σημερινής εκδήλωσης είναι η αποσαφήνιση της σχέσης των δύο εννοιών που πραγματεύεται, της αναρχίας και της οργάνωσης, μέσω της νοηματοδότησης που δίνει είτε κάποιο άτομο είτε κάποια συλλογικότητα σε κάθεμιά από αυτές ,θεωρητικά, ιδεολογικοπολιτικά κι εν τέλει και πρακτικά. 
Αντιλαμβανόμαστε την αναρχία σαν ένα τρόπο προσέγγισης της κοινωνικής πραγματικότητας, πάντα δυναμικό, ποτέ στατικό, του οποίου όλες οι συνισταμένες δράσεις και κατευθύνσεις συντείνουν στην ανθρώπινη απελευθέρωση, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό και τελικά κοινωνικό επίπεδο. Έννοιες κι αξίες βασικές στα αναρχικά προτάγματα, όπως ισότητα, αλληλεγγύη, αξιοπρέπεια, ταξικότητα, τοποθετούνται σαν υποσύνολα και προυποθέσεις της βασικής έννοιας της απελευθέρωσης, η οποία τις εμπερικλείει. Είναι σημαντικό να προσέξουμε πως η έννοια της ελευθερίας τοποθετείται από εμάς σε δύο επίπεδα, το ατομικό και το συλλογικό, τα οποία αλληλοδιαπλέκονται και δε νοείται το ένα χωρίς το άλλο. 
Πώς όμως αυτό το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της αναρχίας αλληλεπιδρά με την έννοια της οργάνωσης; Είναι η σχέση τους αντιθετική κι αλληλοαναιρούμενη ή συνεργατική και προωθητική; 
Η οργάνωση υπήρξε σε όλη την ιστορία του ελευθεριακού κινήματος μια ‘καυτή πατάτα’ που άλλοτε προσεγγιζότανε διστακτικά και φοβικά κι άλλοτε αγνοούνταν εντελώς. Σε ένα όμως πραγματικά ριζοσπαστικό κι ανοιχτό κίνημα, όπου πρωτοπόρα αυτοεντάσσεται η αναρχία, δεν πιστεύουμε πως πρέπει να υπάρχουν ‘καυτές πατάτες’, ‘άβατα’ ,και γενικώς θέματα που δε μπορούν να προσεγγιστούν , είτε αρνητικά , είτε θετικά. 
Προσεγγίζοντας λοιπόν την οργάνωση σαν έννοια θεωρούμε πως είναι κάτι που ούτως ή άλλως, ανεξάρτητα από τη βούλησή μας, υπάρχει σε οποιαδήποτε ομαδική κοινωνική σχέση, από καταβολής έναρξης των κοινωνιών. Ξεκινώντας από το χαρακτηριστικό ότι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί μεταξύ τους, για να κατορθώσουν επικοινωνία και δράση, να υπάρξει τελικά κοινωνική πραγματικότητα, αυτόματα οι σχέσεις τους οργανώνονται. Οι μορφές που μπορεί να πάρει αυτό μπορεί να είναι άτυπες ή θεσμισμένες, μόνιμες ή προσωρινές, να έχουν ποικίλα κριτήρια και κανόνες, αλλά τελικά υπάρχουν. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στις αστικές θεσμίσεις, του κράτους, της οικογένειας ή της θρησκείας ,αλλά ακόμη πολύ πιο πριν, οποτεδήποτε οι άνθρωποι σχημάτισαν ομάδες ή κοινωνίες. Έστω κι άτυπη οργάνωση των σχέσεων δηλαδή υπάρχει σε οποιαδήποτε ομάδωση. 
Επομένως το ζητούμενο για μας δεν είναι αν πρέπει να υπάρχει ή όχι οργάνωση στις κοινωνικές σχέσεις αλλά ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχει αυτή για να πραγματώνει , αν αυτό είναι δυνατόν, το αναρχικό ιδεώδες και τον τελικό του στόχο την απελευθέρωση. Περαιτέρω της ύπαρξης ή όχι οργάνωσης στο κοινωνικό πεδίο εξετάζουμε πιο συγκεκριμένα και το ζήτημα της ύπαρξης πολιτικής οργάνωσης των αναρχικών ως ριζοσπαστικό βήμα που ρίχνει τα ταμπού και τις ψευδαισθήσεις και δρα ως εργαλείο κοινωνικού μετασχηματισμού. 
Κατά τη γνώμη μας η οργάνωση όχι μόνο δε στερεί την ελευθερία από το άτομο αλλά αντίθετα δρα απελευθερωτικά, κατά την ίδια λογική που ο Μπακούνιν θεωρεί πως η ελευθερία κάποιου επεκτείνει τα όριά της πραγματικά, μόνο μέσα στην κοινωνία, μέσα από την ελευθερία και των υπολοίπων. Αυτή η συνεργατική αντίληψη της ελευθερίας όμως είναι απαραίτητο να περάσει μέσα από τη συνεργασία των ατόμων που απαρτίζουν μια κοινότητα και η συνεργασία πρέπει να περάσει μέσα από το πρίσμα της θέσπισης κανόνων κοινωνικής συνδιαλλαγής που θα επιτρέπουν την επέκταση της ελευθερίας κι όχι τον περιορισμό της. Σε μια χαοτική κοινωνία-ζούγκλα υπάρχει αυτόματα η οργάνωση που επιβάλλει ο ισχυρότερος. Το ίδιο και σε μια αφορμαλιστική σχέση. Η κοινωνική πραγματικότητα αυτή τη στιγμή αλλά κι από πάντα χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη κανόνων οι οποίοι όμως καταπιέζουν, εξουσιάζουν και περιορίζουν τον άνθρωπο.Κι εκεί ακριβώς μπαίνει κι η αναγκαιότητα της πολιτικής πτυχής της οργάνωσης. Ως το όχημα που θα βοηθήσει στη μεταφορά της κοινωνικής οργάνωσης από το αυτόματο σχήμα που έχει αυτή τη στιγμή σε συνειδητή θέσμιση κανόνων με ελευθεριακή κι αναρχική προοπτική. 
Είναι δύσκολο να τοποθετούμαστε στον αναρχικό χώρο χωρίς να επιζητούμε την αλλαγή της κοινωνικής οργάνωσης. Από την άλλη είναι ουτοπία να αντιπαλεύουμε έναν άριστα οργανωμένο εχθρό τόσο στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων όσο και στο υφιστάμενο συλλογικό φαντασιακό, χωρίς να αντιπαραθέτουμε τη δική μας οργάνωση, το δικό μας μοντέλο οργάνωσης των πολιτικών πρώτα αλλά και των κοινωνικών σχέσεων, τόσο προς εμάς τους ίδιους, όσο και προς την υπόλοιπη κοινωνία που ίσως αναζητά το βηματισμό της έξω από το υπάρχον πλαίσιο κι αναρωτιέται τι μπορεί να υπάρξει μετά την κατάργηση αυτού. 
Η οργάνωση πρέπει να έχει κάποια χαρακτηριστικά που θα πραγματώνουν τα αναρχικά προτάγματα στο τώρα , στο σήμερα, κατορθώνοντας να λειτουργήσει σαν ένα διαρκές πείραμα του αν μπορούν οι αναρχικές ιδέες να βιώνονται εμβρυικά στις διανθρώπινες σχέσεις ή αν αποτελούν μια ουτοπία που μπορεί μόνο να μετατίθεται σαν ελπίδα σε μια μετεπαναστατική κοινωνία. 
Αντιλαμβανόμαστε την πολιτική οργάνωση από την άλλη, σαν ένα σύνολο κοινά θεσπισμένων κανόνων που εξασφαλίζουν την ισοτιμία των συμμετεχόντων, την ταξικότητα του εγχειρήματος, την αποτελεσματικότητα της δράσης, την ελευθερία των ατόμων ή συνιστωσών, τη συμμετοχικότητα κόντρα στην ανάθεση, την αξιοποίηση της διαφορετικότητας και τέλος την κοινή στόχευση προς την κοινωνία. 
Η πρώτη μέρα της εκδήλωσής μας αφορά την ιστορικότητα του ζητήματος που μας απασχολεί. Τα είδη, τις μορφές, τα αποτελέσματα των οργανωτικών μοντέλων που ακολούθησε το αναρχικό κίνημα εδώ και ενάμιση αιώνα. Αυτό δεν το κάνουμε στα πλαίσια μιας επίκλησης κάποιας ιστορικής ορθοδοξίας. Ούτε για να ανεβάσουμε το «ηθικό» προβάλλοντας επιτεύγματα ένδοξων προγόνων. Ο αναρχισμός δεν μπορεί να κοιτάει πίσω με τον γελοίο τρόπο που το κάνει ο Μαρξισμός: το 36 έχει περάσει προ πολλού, αν η F.A.I. ήταν το κατάλληλο σχήμα για την Ισπανία του τότε, δουλειά μας είναι να βρούμε το κατάλληλο σχήμα για την Ελλάδα του σήμερα. Όπως ακριβώς σκέφτηκαν, οργάνωσαν και δομήθηκαν οι Ισπανοί σύντροφοι του τότε μετρώντας τις δυνατότητες και τις συνθήκες της εποχής τους. Από την άλλη αυτός ο πολιτικός πλούτος, το σύνολο των εμπειριών ενός κινήματος που δίνει τον ίδιο ολικό αγώνα πρέπει να αναδειχθεί και να αξιολογηθεί. Για να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί. Και επιπλέον, βλέποντας τα αναρχικά κινήματα δεν μπορούμε να μην διακρίνουμε την προβοκατόρικη ομοιότητα τους με το σήμερα. Είναι σημεία, σε αυτές τις ιστορίες, που αν αποκρύψεις τα ονόματα και τις τοποθεσίες αδυνατείς να ξεχωρίσεις αν η αφήγηση αφορά το Βερολίνο του ‘20, τη Βαρκελώνη του ‘36, το Μιλάνο του ‘78 ή τα Εξάρχεια του 2012. Μια ομοιότητα αναμενόμενη που αντανακλά την συνέχεια των εξουσιαστικών δομών, όσο και τη συνέχεια του αδιάλλακτου απελευθερωτικού αγώνα… 
Θεωρήσαμε αναγκαία αυτή την ιστορική αναδρομή και για άλλους δύο λόγους. Ο ένας είναι η αποιδεολογικοποίηση των τελευταίων δεκαετιών του «θριάμβου» της αστικής σκέψης και των μεταμοντέρνων της παραφυάδων. Αν αυτό μας «γλίτωσε» από ιδεολογικοποιημένους μηρυκασμούς ιστορικής ορθότητας (που στους αναρχικούς φαντάζουν ακόμα πιο γελοίοι από ότι στους Μαρξιστές) γλίτωσε και το κράτος από τη μνήμη μιας παράδοση που κάποτε του έφερε ανατριχίλα. 
Ο άλλος λόγος είναι οι συνθήκες που ζούμε. Όποιο κι αν είναι το βάθος της κρίσης, ένα είναι σίγουρο: η περίοδος είναι μεταβατική, συνιστά μια ιστορική ασυνέχεια. Είναι το είδος της κατάστασης που πάντα έφερνε τα ριζοσπαστικά κινήματα και ειδικά τα απελευθερωτικά μπροστά στην έκρηξη ή την καταστροφή. Και μια απλή ανάγνωση της ιστορίας αρκεί να για να αποδείξει πως η επιλογή ή όχι της οργάνωσής τους ήταν από τα βασικά κριτήρια για το προχώρημα ή το χαμό τους. 
Είναι φανερό πως τοποθετούμε τον εαυτό μας στα ιστορικά ρεύματα που προτάσσουν την οργάνωση. Αυτά επιλέγουμε να προβάλουμε την πρώτη μέρα της εκδήλωσης. Με όχημα δύο βιβλία με σχεδόν κοινή θεματική θέλουμε να αναδείξουμε το ζήτημα από διαφορετικά πρίσματα κρίνοντας πως έτσι θα δώσουμε μια διαυγέστερη εικόνα για το παρελθόν του κινήματος μας τροφοδοτώντας έτσι με ανοιχτό τρόπο και τη συζήτηση που θα γίνει αύριο. 
Ακολουθούν οι εισηγητές: 
Ο σύντροφος Γ. Μ. θα παρουσιάσει την έκδοση «Το ζήτημα της οργάνωσης» μέσα από μια αναρχοκομμουνιστική αντίληψη, και θα ακολουθήσει, ο αναρχοσυνδικαλιστής σύντροφος Γ. Α. με το βιβλίο του Rocker “Αναρχισμός και Οργάνωση».
 

http://aka.espiv.net/index.php?id=52
3 Μάρτη 2012, Ε.Μ.Π. - ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ 


Εισήγηση διοργανωτών 

Το ζήτημα της οργάνωσης είναι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχόλησαν τους αναρχικούς στην πορεία του κινήματος στην ιστορία. Στην πορεία αυτή αναπτύχθηκαν ποικίλες θεωρήσεις και τάσεις, άλλες προέτασσαν την αναγκαιότητα της δημιουργίας οργανωτικών δομών ενώ άλλες, θεωρώντας πως η ίδια η οργάνωση από τη φύση της είναι αντιθετική με την έννοια της ελευθερίας διαμόρφωσαν ένα ρεύμα ιδεών που σχηματοποιείται σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε αφορμαλισμό. Τόσο οι οργανωτικές όσο και οι αντιοργανωτικές τάσεις αποτέλεσαν ιστορικά κομμάτια του κινήματος και καμιά τους δεν μπορεί να οικειοποιηθεί την κληρονομιά του πρεσβεύοντας πως η θεώρηση της είναι η μόνη ορθή και διαχρονικά εκφράζουσα την αναρχία. Αναρχοκομμουνιστές, αναρχοσυνδικαλιστές, ατομικιστές, πλατφορμιστές, ελευθεριακοί όλοι έχουν δώσει μέσα στην ιστορία αγώνες και κρίνονται για τις επιλογές και τα λάθη τους. Στιγμές ηρωισμού και θυσίας, αγώνα και δημιουργίας, ήττες και νεκρούς έχουν να επιδείξουν όλες οι τάσεις. Όμως πιστεύουμε πως οι όποιες μεγάλες ή μικρές “νίκες” ιστορικά μπορούν και πρέπει να πιστωθούν μόνο στις οργανωτικές τάσεις. 
Η επιλογή της οργάνωσης και οι μορφές της που έχουν προταθεί αντικατοπτρίζουν ιστορικές συγκυρίες και ανάγκες αλλά κυρίως και πρωτίστως πολιτικές επιλογές και θέσεις. Ως αναρχικοί αντιλαμβανόμαστε τον όρο πολιτική στη γενικότητα του, με την έννοια της διεργασίας αυτής που εκκινεί από την ερμηνεία του υπάρχοντος και προωθεί τα πράγματα προς την πραγμάτωση του επιθυμητού με καθολικό και συνειδητό τρόπο. Τον όρο πολιτική δεν τον χαρίζουμε στην εξουσία. Ως συλλογικότητα, αποδεχόμαστε την ανάγκη του πολιτικού αγώνα και τοποθετούμαστε στα ιστορικά αναρχικά ρεύματα που θεωρούν αναγκαία την ύπαρξη κεντρικών πολιτικών οργανώσεων των αναρχικών. 
Στα πλαίσια αυτά κρίνουμε αναγκαίο επίσης και το διαχωρισμό του πολιτικού από τον κοινωνικό αγώνα. Ο πολιτικός αγώνας γίνεται από πολιτικές συλλογικότητες προταγματικά, βασίζεται σε συνολικές συμφωνίες που καθορίζουν συγκεκριμένο κοσμοείδωλο και προϋποθέτει την καταρχήν αποδοχή ορισμένων θεμελιακών θέσεων, από την επεξεργασία, εμβάθυνση και επέκταση των οποίων πηγάζει η πολιτική δράση και οι αγώνες εντός του κεντρικού πολιτικού πεδίου. Από την άλλη ο κοινωνικός αγώνας γίνεται από κοινωνικά υποκείμενα και τις συσπειρώσεις τους, τα οποία αποδεχόμενα τον διαφορετικό βαθμό κατανόησης και αντίληψης της πραγματικότητας, την ευρύτητα των πολιτικών τοποθετήσεων και τις παραλλαγές ως προς τις ανάγκες και τις επιθυμίες των υποκειμένων, επιλέγει την ευρύτερη δυνατή σύνθεση στην κατεύθυνση της παρέμβασης και διαχείρισης του υπαρκτού. Από αυτές τις διαφορές προκύπτει και η διάκριση ανάμεσα στις αυτοργανωμένες κοινωνικές δομές αγώνα και τις πολιτικές οργανώσεις και η επιμέρους αυτονομία τους. 

*** 
Ο αναρχικός χώρος στην Ελλάδα ιστορικά είναι αποκομμένος από την παγκόσμια αναρχική παράδοση. Γεννιέται στην ουσία στη δεκαετία του 70 – περίοδο έντονων κοινωνικών αγώνων και πολιτικής στράτευσης. Έτσι, έπρεπε να ανακαλύψει από την αρχή θεωρία και τρόπους δράσης. Αυτό είχε αρκετές συνέπειες άλλες θετικές, άλλες αρνητικές. Ως θετικά θεωρούμε την ανυπαρξία «ιστορικών βαριδιών»∙ το ότι δεν υπέστη τις στρεβλώσεις του μεταπολεμικού αναρχικού κινήματος των ανεπτυγμένων χωρών και δεν είδε τις ιστορικές μορφές οργάνωσης του να μετατρέπονται σε δυσκίνητα σχήματα –«φαντάσματα» ενός ένδοξου αγωνιστικού παρελθόντος∙ και φυσικά το ότι αναγκάστηκε με τους ίδιους τους αγώνες του να αποκτήσει εμπειρίες και να δημιουργήσει τις δικές του ιδιαίτερες παρακαταθήκες. Στα αρνητικά συγκαταλέγονται τα επώδυνα, συχνά, λάθη, τα αδιέξοδα και ενίοτε οι ήττες του, αναμενόμενο επακόλουθο για έναν πολιτικό χώρο που στερούνταν τον πολιτικό πλούτο και την ιστορική εμπειρία. 
Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του «χώρου» θα απαριθμούσαμε τα εξής: διαταξικό μόρφωμα με έντονα νεολαιίστικο και φοιτητικό χαρακτήρα∙ εκλεκτικιστικό τσιμπολόγημα από διαφορετικές και συχνά αντικρουόμενες πολιτικές θεωρίες που περιλάμβαναν από αριστερισμό και αυτονομία μέχρι καταστασιακούς και θεωρίες αντάρτικου πόλης∙ έντονη σχέση του με την αντικουλτούρα∙ κυριαρχία της πολιτισμικής άρνησης∙ χώρος υποδοχής των κατά καιρούς «μετανοημένων» αριστεριστών και λοιπών αγωνιστών (όταν τα σχήματα τους κατέρρεαν μπροστά στις αντιφάσεις τους και την σκληρή πολιτική πραγματικότητα)∙ «εικονίσματα» και σύμβολα που ξεκινούν από τον Άρη Βελουχιώτη και φτάνουν μέχρι τον Sid Vicious. 
Όλα αυτά στα πλαίσια της ραγδαίας διαδικασίας αστικού εκσυγχρονισμού και της ιδεολογικής κυριαρχίας του μεταβιομηχανικού καπιταλισμού των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα ανέδειξαν ως κυρίαρχη μορφή πολιτικής ύπαρξης του χώρου τον αφορμαλισμό. Έτσι, έχουμε αφορμαλιστικούς τρόπους, στοιχειακής στην πραγματικότητα, οργάνωσης που διακρίνονται από την ευκαιριακότητα τους και το συχνά συγκυριακό χαρακτήρα τους, τα ασαφή προτάγματα που αφήνουν χώρο στην έκφραση πλήθους θολών ενίοτε και αλληλοαναιρούμενων αντιλήψεων, τις μονοδιάστατες και αποκομμένες ιδεολογικοποιήσεις (που υποκαθιστούσαν με τη σφοδρότητά τους την έλλειψη συνολικότητας και συνάφειας στο λόγο) και φυσικά, και ίσως εμφανέστερο όλων, την υποκατάσταση των πολιτικών σχέσεων με προσωπικές κοινωνικές σχέσεις παρέας. Σχέσεις που, για να είμαστε ειλικρινείς και δίκαιοι, δυνάμωναν στη διάρκεια σκληρών, άνισων και συχνά χαμένων μαχών που έδωσαν οι αναρχικοί στη Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια. Όλα αυτά στο σύνολο τους, δηλαδή το αφορμαλιστικό μοντέλο, η πολιτική ασάφεια, η διαμεσολάβηση των κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα στα πολιτικά υποκείμενα, και εν τέλει το «δέσιμο» μιας μαχητικής κοινότητας, συνιστούν αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε «χώρο». 
Θεωρούμε πως η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 ανέδειξε με τον πιο εμφανή τρόπο τα όρια αυτού του μοντέλου και κατέδειξε μια αναγκαιότητα: αυτή η λανθάνουσα κινηματική υπόσταση που διαφαίνεται να υπάρχει αλλά και να ασφυκτιά και να πνίγεται στα πλαίσια του «χώρου» να αποκτήσει σάρκα και οστά, μετασχηματιζόμενη σε πραγματικό αναρχικό πολιτικό κίνημα. Η πρώτη ύλη ή μάλλον καλύτερα κάποια από τα συστατικά φαίνεται να υπάρχουν ήδη: μαζική είσοδος νέων συντρόφων στο χώρο, αποδοχή από μεγάλες μερίδες αναρχικών της αναγκαιότητας συμμετοχής σε κοινωνικούς αγώνες, η ορατή, πλέον και στους πιο αφελείς, χρεοκοπία των μοντέλων που πρεσβεύουν είτε η αριστερά είτε ο φιλελευθερισμός, η γενικευμένη (οικονομική, θεσμική, πολιτική, κοινωνική ακόμα και ηθική) κρίση που βιώνει η ελληνική κοινωνία, η ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού πλέον έμπειρων και ζυμωμένων στους αγώνες συντρόφων και συντροφισσών. Παρόλα αυτά αν θέλουμε ο χώρος να μετασχηματιστεί σε πραγματικό πολιτικό κίνημα πρέπει να αναγνωρίσουμε και να ξεπεράσουμε τα εμπόδια που μας έχει δημιουργήσει το υπάρχον μέχρι τώρα αφορμαλιστικό μοντέλο, κρατώντας παράλληλα, τα όποια πλεονεκτήματα του. Πράγμα που επίσης πρέπει να ξεκαθαριστεί αφού σε καμιά περίπτωση δεν θέλουμε να απαξιώσουμε το σύνολο της μέχρι σήμερα παρουσία μας. 

*** 
Μια από τις κυριότερες αδυναμίες που βιώνουμε σήμερα είναι: η αδυναμία παραγωγής μιας συνολικής κατά το δυνατόν στρατηγικής αγώνα. 
Αυτό απορρέει από το ότι: δεν υπάρχει πεδίο συνάντησης και συνεύρεσης. Οι συναντήσεις μας είναι συχνά ευκαιριακές, συγκυριακές και πρόσκαιρες. 
Από αυτό οδηγούμαστε και στην ουσία του προβλήματος: στην ανυπαρξία δομών και διαδικασιών. Και επειδή δεν υπάρχουν δομές δεν υπάρχει η δυνατότητα να παραχθούν συνδιαμορφώσεις με προοπτική. Δεν επιτρέπεται έτσι η πραγματική πολιτική ζύμωση, ακυρώνοντας με αυτό τον τρόπο οποιαδήποτε προοπτική παραγωγής συνολικού προταγματικού λόγου και των αντίστοιχων θέσεων του. Το υπάρχον μοντέλο που περιγράψαμε προωθεί έμμεσα μια μορφή πολιτικής εξατομίκευσης, ακυρωτική προς όποια διαδικασία συλλογικοποίησης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ύπαρξη ενός δυσανάλογα μεγάλου αριθμού ενεργών αγωνιστών (αναλογικά πάντα με το μέγεθος του χώρου και τον αριθμό των υπαρχόντων συλλογικοτήτων) οι οποίοι βρίσκονται έξω από όποιες, έστω υποτυπώδεις, συλλογικές διαδικασίες και ως εκ τούτου και έξω από τη λήψη αποφάσεων. 
Εξάλλου η έλλειψη δομών και διαδικασιών επιτρέπει την υποκατάσταση της κανονικοποιημένης πολιτικής ζύμωσης με τη συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών υποκειμένων και ως εκ τούτου ευνοεί την αλληλεπίδραση στην πραγματικότητα ατομικών ιστορικών διαδρομών και την ανάδυση ενίοτε ακόμα και άτυπων ιεραρχιών. Με αυτόν τον τρόπο εισέρχονται στα πλαίσια του αγώνα πλήθος υποκειμενικών παραγόντων, που μπορεί να περιλαμβάνουν από την ανοχή λόγω φιλίας μέχρι την απόρριψη λόγω εμπάθειας. Παραπλεύρως, αλλά όχι ήσσονος σημασίας, είναι η ενίσχυση αντανακλαστικών «συνήθειας», στα πλαίσια μιας αντίληψης του είδους «έτσι κάναμε πάντα εμείς οι αναρχικοί», πράγμα που μας καθιστά προβλέψιμους και καμιά φορά δυσκίνητους και αναποτελεσματικούς. Είναι άραγε απαραίτητο να πούμε πόσο αυτό το γεγονός έρχεται σε αντίθεση με το αναρχικό πνεύμα της καινοτομίας, του πειραματισμού, της αμφισβήτησης και της διαρκούς ρήξης που διακρίνει τον αναρχισμό και που τόσο εμφατικά άλλωστε προτάσσουμε ως τρόπο αγώνα στους υπόλοιπους καταπιεσμένους; 
Παράλληλα οι παραπάνω ελλείψεις δημιουργούν συχνά ένα κλίμα αβεβαιότητας όχι μόνο σχετικά με το πως αποφασίζουμε αλλά και τι τελικά αποφασίζουμε. Δεν είναι λίγες οι φορές που στο τέλος των συνελεύσεων μας υπάρχουν σύντροφοι που έχουν μια θολή εικόνα για το ακριβές περιεχόμενο των αποφάσεων που πήραμε. Αυτό ανοίγει διάπλατα την πόρτα στην ασάφεια και ακόμα χειρότερα και στη μη τήρηση των αποφάσεων μας τελικά, πράγμα για το οποίο θα ήταν άδικο να κατηγορηθούν απλά τα υποκείμενα και οι προσωπικές αντιλήψεις του καθενός: είναι το χύμα των διαδικασιών που γεννά και τις χειμαζόμενες αποφάσεις. 
Ο αφορμαλισμός καθιστά πρακτικά ανέφικτη την προταγματικότητα της αναρχικής ιδέας. Πως μπορούμε να μιλάμε για αυτοοργάνωση στους καταπιεσμένους όταν η πλειοψηφία των συντρόφων μας δεν ανήκουν σε αυτοοργανωμένα πολιτικά αγωνιστικά σχήματα; Πως μπορούμε να προτάσσουμε την αυτοοργάνωση του συνόλου της κοινωνίας και την αυτοθέσμιση σε κάθε πτυχής της κοινωνικής ζωής όταν αδυνατούμε να συνεννοηθούμε ακόμα και μεταξύ μας ή όταν οι συναντήσεις μας δεν μπορούν να δομηθούν στη βάση της σταθερότητας στο χρόνο και της συνέπειας των αποφάσεων μας; Τελικά αν είναι ανέφικτη η δυνατότητα δημιουργίας κεντρικών πολιτικών οργανώσεων από τα μέλη μιας κοινότητας με μεγάλο βαθμό συνάφειας και συμφωνίας (όπως πιστεύουμε ότι είμαστε εμείς οι αναρχικοί), πόσο εφικτή μπορεί να είναι η αυτοοργάνωση και η αυτοθέσμιση ενός συνόλου που διακρίνεται από διαφορετικές αντιλήψεις και επιθυμίες στο σύνολο του (όπως αναπόφευκτα είναι η κοινωνία); 
Επίσης το γεγονός ότι η είσοδος κάποιου στα αναρχικά σχήματα γίνεται δια της οδού της κοινωνικότητας και της γνωριμίας και αρκετές φορές μέσα από την αποδοχή θέσεων που κάθε άλλο παρά ολοκληρωμένες, σταθερές και συνεπείς είναι, αποτελεί άλλη μια συνέπεια του σημερινού μοντέλου. Θα πρέπει να αναρωτηθούμε κάποια στιγμή επιτέλους πόσο ανοικτά ή κλειστά είναι τα σχήματα μας. Πως γίνεται η καλώς νοούμενη στράτευση στη μια ή στην άλλη ομάδα, με ποιο τρόπο και με ποια διαδικασία γίνεται κάποιος μέλος μιας συλλογικότητας. Και φυσικά με ποια κριτήρια κάποιος επιλέγει τη μια συλλογικότητα από την άλλη (είναι οι πολιτικές θέσεις; οι θεωρητικές αντιλήψεις; οι φιλικές σχέσεις; οι πρακτικές αναγκαιότητες; κάτι άλλο;). Και εν τέλει υπάρχει κάποια δομή, κάποια διαδικασία, κάτι τέλος πάντων στο οποίο μπορεί να απευθυνθεί κάποιος (καλοπροαίρετος φυσικά) για να μάθει τι στο καλό έχουν στο κεφάλι τους αυτοί οι αναρχικοί και τι θέλουν να κάνουν; 
Μια άλλη συνέπεια που απορρέει από το κυρίαρχο μέχρι σήμερα αφορμαλιστικό μοντέλο είναι το ότι αφήνεται το περιθώριο να ευδοκιμεί ένα είδος lifestyle αναρχισμού, που είτε με την υιοθέτηση μονοδιάστατων και έωλων ιδεολογημάτων, είτε με την προβολή των επιφαινόμενων μιας γενικότερης άρνησης των πάντων, επιτρέπει την προβολή μιας θολής αντίληψης περί του τι είναι εν τέλει ο αναρχισμός και ποιοι οι στόχοι ενός κινήματος του. 
Τέλος αλλά επίσης πολύ σημαντικό είναι και το ζήτημα της αποτελεσματικότητας. Η πρωτοβουλία και το αυθόρμητο μπορεί να εξασφαλίζουν ευαίσθητα και γρήγορα αντανακλαστικά, αλλά δείχνουν έντονα τα όρια τους όταν έρχονται αντιμέτωπα με την ανάγκη να παρθούν κρίσιμες αποφάσεις. Ως παράδειγμα και μόνο μπορούμε να αναφέρουμε την αδυναμία συχνά να αντιμετωπιστεί με αποτελεσματικό τρόπο η κατασταλτική επιθετικότητα του κράτους. Αλήθεια, μπορούμε να φανταστούμε τι είδους κινητοποίηση θα χρειαστεί, για να αντιμετωπίσουμε την καταστολή στην οποία θα καταφύγει ένα καθεστώς που αντιμετωπίζει ζήτημα επιβίωσης; Και φυσικά μπορούμε να αναρωτηθούμε και τι είδους σχήματα θα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν σε αυτές τις αναγκαιότητες; 
*** 
Πιστεύουμε όπως προείπαμε πως το αναρχικό κίνημα είναι (και δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς) παρά πολυτασικό. Όλες οι τάσεις καταθέτουν τις απόψεις τους στην πολιτική αρένα, πλάθονται, ζυμώνονται, αμφισβητούνται και παλεύουν, γνωρίζοντας πως η καταπιεζόμενη κοινωνία είναι αυτή που αποφασίζει για το μέλλον της αποδεχόμενη ή αρνούμενη ιδέες και προτάγματα. 
Εμείς θεωρούμε πως η ύπαρξη οργάνωσης είναι αναγκαία συνθήκη για το μέλλον της ιδέας και την προώθησης της υπόθεσής μας. Γεγονός που ανέκαθεν ίσχυε αλλά που σήμερα είναι περισσότερο επιτακτικό παρά ποτέ. Αναγνωρίζοντας την πολυτασικότητα του αναρχισμού αλλά και τα συγκεκριμένα δεδομένα και την ιστορία του «χώρου» στην Ελλάδα δεν μπορούμε να απαιτούμε (και δεν μπαίνει καν ως ζήτημα από εμάς) τη δημιουργία της «μίας μεγάλης κεντρικής οργάνωσης όλων».... Θα θεωρούσαμε εφικτή και ευκταία τη συνεννόηση, το συντονισμό και την οργάνωση όλων αυτών που αποδέχονται συγκεκριμένες αντιλήψεις και ιδέες, συναπαρτίζοντας κοινότητες με εμφανή, κοινά και σταθερά χαρακτηριστικά. Οι διαφορετικές θέσεις και μοντέλα μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία διαφορετικών οργανώσεων, δικτύων και συντονισμών, μορφοποιώντας με έναν ορατό, ειλικρινή και ευκρινή σε όλους τρόπο, τη διαφορετική και διακριτή τάση που εκπροσωπούν. 
Η δημιουργία οργάνωσης είναι για εμάς επιλογή που έρχεται να απαντήσει στις υπάρχουσες αδυναμίες και στα προβλήματα που περιγράψαμε και εξυπηρετεί την κάλυψη υπαρκτών αναγκών. 
Βοηθά στην κάλυψη της ανάγκης για τη δημιουργία σχεδίου αγώνα. Σχέδιο που θεωρούμε πως είναι απαραίτητο σήμερα, ως τρόπος ξεπεράσματος των ορίων που αναπόφευκτα έχει ο βολονταρισμός και η αποσπασματικότητα των δράσεων. Αυτό περιλαμβάνει την ύπαρξη μιας στρατηγικής που πρέπει να αποφεύγει αγκυλώσεις και τις οδούς της «πεπατημένης» και των αντανακλαστικών δράσεων. Αναγνωρίζει και επιλέγει στόχους, προχωρά στην επίτευξη τους υιοθετώντας τα κατάλληλα μέσα, ελέγχει και επανεξετάζει τρόπους και μεθόδους. 
Η οργάνωση έρχεται να καλύψει την ανάγκη για την άρθρωση συνολικού πολιτικού προτάγματος. Πρόταγμα που μέσα από την συνολικότητα, την αμεσότητα και την καθολικότητα του γίνεται άμεσα ανταγωνιστικό στις προκλήσεις που φέρει ο λόγος της εξουσίας και αποτελεί την ευκρινή σε όλη την κοινωνία απάντηση μας στο ερώτημα τι θέλουμε ως αναρχικοί. 
Προωθεί την εμβάθυνση και διεύρυνση του αγώνα και στο άνοιγμα του σε νέα μέτωπα, ανεξερεύνητα πολιτικά ίσως μέχρι τώρα, από εμάς. Περαιτέρω, η παρέμβαση μας σε κάθε μέτωπο ή και στα νέα που ανοίγουν θα μπορεί να γίνεται με την άρθρωση λόγου και την άσκηση πολιτικών, συνεκτικών και άμεσα συνυφασμένων με το συνολικό αναρχικό πρόταγμα. 
Η ανάγκη για μαζικοποίηση εξυπηρετείται επίσης μέσα από την οργανωτική ανασυγκρότηση. Η ύπαρξη πολλών ομάδων, η διαρθρωτική οργανωτική τους συνεύρεση και συνλειτουργία ανοίγει νέα πεδία που βοηθούν περαιτέρω την επικοινωνία των αντιλήψεων και των θεωρητικών μας θέσεων στην κοινωνία. Μας καθιστά ορατή και υπολογίσιμη πολιτική δύναμη που μπορεί προταγματικά να εμφανίζεται, να εξηγεί ιδέες και να προτάσσει τρόπους και μεθόδους αγώνα. 
Η οργάνωση δημιουργεί πεδίο ζύμωσης. Μιλάμε για μια διαδικασία που επιτρέπει σε σταθερή και διαρκή βάση να συναντούνται οι συλλογικότητες και ομάδες, να συνδιαμορφώνουν και να συμπράττουν. Είναι αναγκαίο επίσης να υπάρξει το πεδίο αυτό που θα επιτρέψει την επεξεργασία και εμβάθυνση των δικών μας συμφωνιών και τη διασαφήνιση και διευκρίνηση των σημείων στα οποία διαφωνούμε. 
Μέσα στα πλαίσια αυτά οι σχέσεις μας ως πολιτικά δρώντων υποκειμένων διαρθρώνονται στη βάση αυτών ακριβώς των συμφωνιών. Η ύπαρξη ή μη διαπροσωπικών σχέσεων, δεν επηρεάζει τις όποιες αποφάσεις, αφήνοντας έτσι, μικρό περιθώριο στην ανάδειξη σχέσεων παρέας ή στη δημιουργία άτυπων ιεραρχιών. Έτσι τελικά, η οργάνωση δρα απελευθερωτικά για το άτομο γιατί το απαλλάσσει από τα δεσμά των γνωριμιών, της ιστορίας και των κοινωνικών σχέσεων. Τα όρια του είναι η δράση του και ο λόγος του.
Η οργανωτική μας συγκρότηση ως αναρχικών καθιστά αποτελεσματικότερη την προσπάθεια μας ως προς την κοινωνική απεύθυνση. Καθιστά τις στοχεύσεις μας άμεσα ορατές και αντιληπτές μέσα από την προταγματικότητα της δημιουργίας και λειτουργίας του ίδιου του δικού μας μοντέλου πολιτικής δράσης. 
Τέλος μπορεί να μην είναι βασικός λόγος, σίγουρα όμως είναι επικουρικά θετικός, η εξασφάλιση ενός είδους οικονομίας κλίμακας που μπορεί να επιτευχθεί. Δεν χρειάζεται νομίζουμε να επεκταθούμε σε αυτό το σημείο, στο βαθμό που όλοι αντιλαμβάνονται την ορθολογικότερη χρήση και αξιοποίηση πόρων και δυνατοτήτων που προσφέρει η συλλογικοποίηση μέσω της οργάνωσης. 
Συνοπτικά και σύμφωνα με την άποψη μας η πολιτική οργάνωση μπορεί και πρέπει να εξασφαλίζει: 
τη διάλυση των άτυπων ιεραρχιών και των άδηλων οργανώσεων μέσα από τη θέσπιση κανόνων ισότητας, έτσι ώστε πραγματικά να δρα απελευθερωτικά για όλους τους ενταγμένους κι όχι για λίγους κι εκλεκτούς. 
το συντονισμό των δυνάμεων της απελευθέρωσης προς τον κοινό στόχο, έστω κι από παραπλήσιους δρόμους, και την άρση της πολυδιάσπασης. Έτσι εξασφαλίζεται η δυνατότητα παρέμβασης στην κεντρική πολιτική σκηνή στην οποία είναι στραμμένη η προσοχή των μαζών και την οποία θέλουμε να αποσπάσουμε, με άρθρωση λόγου προς την κοινωνία και τα υποκείμενά της , που είναι κι ο κεντρικός στόχος 
την αίσθηση της συμμετοχής των συντρόφων σε κάτι ευρύτερο, δυνατότερο, διακριτό με πολιτικά χαρακτηριστικά ρεύμα. 
τη σύνδεση με κομμάτια της κοινωνίας που ψάχνουν να οργανώσουν τις αντιστάσεις τους με πολιτικούς όρους, αλλά και τη δυνατότητα ενίσχυσης κομματιών που ήδη αγωνίζονται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στο τώρα είναι οι δυνατότητες που θα είχε μια αναρχική πολιτική οργάνωση να ενισχύσει εγχειρήματα απεργιακά ή ακόμα και αυτοδιαχειριστικά που φαίνεται πως πάνε να αναδυθούν σήμερα, σε αντίθεση με τις περιορισμένες δυνατότητες ολιγομελών ομάδων και συλλογικοτήτων. 
την ελευθεριακή προσέγγιση του κοινού τόπου όσων συμμετέχουν στην οργάνωση, μέσα από την ύπαρξη διαφωνιών ή και διαφορετικών δράσεων 
την ταξικά προσανατολισμένη απεύθυνση και λόγο προς την κοινωνία. 
τη διαρκή προσπάθεια εφαρμογής ενός μοντέλου μη γραφειοκρατικού, αντιιεραρχικού αλλά κι αποτελεσματικού, χωρίς παγιώσεις και με διαρκή αξιολόγηση κι ανανέωση των δομών του, ώστε σε αυτό τον τομέα να δρα προταγματικά και στο πολιτικό και στο κοινωνικό πεδίο 
τη δυνατότητα ένταξης νέων συντρόφων που θα μπορούν να δουν τον εαυτό τους μέσα στο εγχείρημα ως συνειδητά υποκείμενα κι όχι ως κοπάδια οπαδών ή εντολοδόχων όπως συμβαίνει στις εξουσιαστικές οργανώσεις 
τη δυνατότητα χρήσης της πολιτικής οργάνωσης ως όχημα κοινωνικής αλλαγής και σπέρματος της νέας κοινωνικής πραγματικότητας. 

*** 
Στο βαθμό που μας αναλογεί ως ομάδα, εμείς πιστεύουμε πως η οργανωτική συγκρότηση στη βάση των συνολικών αντιλήψεων μας, περνά καταρχήν μέσα από τρεις βασικές και θεμελιώδεις προϋποθέσεις. 
Η πρώτη είναι η ύπαρξη συλλογικοτήτων. Αναφερόμαστε σε ομάδες κάθε είδους και με διαφορετικά χαρακτηριστικά, οι οποίες διατηρώντας τον ιδιαίτερο και ξεχωριστό χαρακτήρα τους και την αυτονομία τους, μπορούν να απαρτίσουν τα δομικά κύτταρα ενός οργανισμού. Η συλλογικοποίηση, ένα άμεσο και επιτακτικό πρόταγμα της εποχής μας πλέον, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανταλλαγή και ζύμωση των ιδεών των πολιτικών υποκειμένων σε ένα πρωταρχικό στάδιο όταν συσπειρώνονται σύντροφοι με κοινότητα αντιλήψεων, θέσεων ή ενδιαφερόντων. Μέσα σε αυτές εκπληρώνεται και υλοποιείται σε μοριακό επίπεδο η θεωρία της αυτοοργάνωσης και της αυτοθέσμισης που προτάσσουμε και κοινωνικά. Είναι προφανές πως για τη δημιουργία πολλών ομάδων και συλλογικοτήτων λίγα μπορούν να γίνουν, πέρα από μια βολονταριστική επίκληση στους συντρόφους που έχουν επιλέξει μέχρι σήμερα την οδό της πολιτικής εξατομίκευσης, είτε να επιλέξουν την ένταξη τους σε μια υπάρχουσα συλλογικότητα, είτε ακόμα καλύτερα τη δημιουργία νέων ομάδων.... 
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ενός κοινού πολιτικού πλαισίου. Μιλάμε για ένα πλαίσιο απαρτιζόμενο από σταθερές και κοινές αντιλήψεις, που δεν θα είναι όμως προσανατολισμένο τόσο στην υιοθέτηση στενών και κλειστών ιδεολογικών θέσεων αλλά κυρίως και βασικά στις επιλογές αγώνα, στα μέσα και στους σκοπούς του. Η βάσανος και η δοκιμασία στα οποία βάζει ο αγώνας αυτά τα χαρακτηριστικά, είναι που εξασφαλίζει την κριτική αποτίμηση και επανεξέταση τους και βοηθάει στην δυναμική της συνολικής αναρχικής αγωνιστικής πρακτικής, ενάντια στη θεωρητική αγκύλωση και το πρακτικίστικο τέλμα. Αυτό το πλαίσιο είναι που θα διασφαλίσει την ύπαρξη των αναγκαίων πολιτικών συμφωνιών. 
Η τρίτη προϋπόθεση είναι η δημιουργία συγκεκριμένου οργανωτικού μοντέλου. Ένα μοντέλο που θα διαρθρώνεται από διακριτές και συγκεκριμένες δομές και διαδικασίες, προσπελάσιμες και προσεγγίσιμες από τους συντρόφους που επέλεξαν την υλοποίηση του, αλλά επίσης δοκιμασμένες στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό μέσα στη διάρκεια του αγώνα και κρινόμενες τόσο για τη σταθερότητα τους όσο και για την αποτελεσματικότητα τους. Δομές και διαδικασίες που θα εξασφαλίζουν επίσης την επίλυση των εσωτερικών προβλημάτων, μακριά από τις συγκυριακές συνελεύσεις των αμφιθεάτρων, τις κουβέντες σε καφενεία και τις αντεγκλήσεις στο δρόμο. Διαδικασίες που θα διασφαλίζουν την εφαρμογή των αποφάσεων που λαμβάνονται και των οποίων την αποτελεσματικότητα και αναγκαιότητα θα επανεξετάζουν και ελέγχουν σε τακτική και σταθερή βάση. 
Η άποψη μας ως ομάδα αντιλαμβάνεται τη φεντεραλιστική δομή ως την καλύτερη δυνατή για την οργανωτική συγκρότηση των αναρχικών. Παρόλα αυτά δεν προκρίνουμε την αντιγραφή ούτε κάποιου συγκεκριμένου μοντέλου οργάνωσης που εμφανίστηκε στο παρελθόν ούτε τη μίμηση των μοντέλων ομοσπονδίας που υπάρχουν στο εξωτερικό. Πιστεύουμε στην κριτική αποτίμηση των μορφών οργάνωσης που μας κληροδότησε το αναρχικό κίνημα και αντιλαμβανόμαστε την αξία τους και το μέγεθος τους ως ιστορικές παρακαταθήκες της συλλογικής εμπειρίας του κινήματος. Αλλά θεωρούμε ότι η μορφή της οργάνωσης που θα πρέπει να υιοθετηθεί εξαρτάται άμεσα από τη φύση της και το περιεχόμενο της, τα οποία εμείς στο εδώ και στο σήμερα τα ορίζουμε, βάσει των αναγκών και των επιθυμιών μας, ως αναρχικοί που ζούμε στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. 

Ως εκ τούτου αυτό το κάλεσμα δεν αποσκοπεί στη δημιουργία κάτι συγκεκριμένου μορφολογικά και δομικά. Προωθούμε την ιδέα της συλλογικοποίησης και της πολιτικής οργάνωσης και αγωνιζόμαστε για την εκπλήρωση των τριών προϋποθέσεων που προαναφέραμε ότι θεωρούμε αναγκαίες για την οργανωτική συγκρότηση. Αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του εγχειρήματος και τις δυσκολίες που η υλοποίηση του εγείρει. Αποδεχόμαστε την ανάγκη για ρήξη με τις συνήθειες και τα γνωστά σε όλους μας αντανακλαστικά που πρέπει να επέλθει, όπως και την αναγκαιότητα για γρήγορες και αποτελεσματικές αποφάσεις μπροστά στις προκλήσεις των καιρών. 
Για αυτό και θεωρούμε πως η προοπτική της οργάνωσης δεν μπορεί να είναι άμεσα υλοποιήσιμη, τουλάχιστον μέχρι να ικανοποιηθούν οι τρεις προϋποθέσεις που θεωρούμε ως απαραίτητες και αναγκαίες για το εγχείρημα. Είμαστε σίγουροι όμως για την ανάγκη να παλέψουμε από σήμερα για να δημιουργηθούν από όλους όσους από εμάς εξειδικεύουν με αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο τις αναρχικές μας αντιλήψεις. 
Αθήνα, Μάρτης 2012
 

http://aka.espiv.net/index.php?id=53

header800X90s

1 2 3 4 5


ΤΙ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΠΟΝΤΙΚΙΑ ;

ΤΙ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΠΟΝΤΙΚΙΑ ;

:: 2 ::

:: 2 ::

:: 3 ::

:: 3 ::

:: 4 ::

:: 4 ::
TOP