Καλύτερα από τώρα ελεύθερη ζωή…
(προκήρυξη που μοιράζεται στη Θεσσαλονίκη
αυτές τις μέρες)
«Ο στρατός, οι πολιτικοί και οι παπάδες δημιουργούν τις μεγάλες υστερικές στιγμές του έθνους».
Από σχολικό γραπτό μαθητή
Μέσα στις σχολικές αίθουσες, όπου η πλήξη και η μονοτονία υπενθυμίζουν στους μαθητές το επαγγελματικό μέλλον που τους περιμένει, όπου οι βαθμολογίες, οι εξετάσεις και τα διαγωνίσματα ορίζουν τον χρόνο που περνάει, υπάρχει και ένας άλλος χρόνος, που πλημμυρίζεται από σκέψεις για ελευθερία και εξέγερση, για έρωτα και ζωή. Κι όταν κάποιος καθηγητής τύχει να μιλάει για «επαναστάσεις» στο μάθημα της ιστορίας, αυτή η λέξη ακούγεται σα μουρμουρητό, σαν απολιθωμένη εικόνα, στεγνή κι έρημη από νοήματα. Κι όσο για εκείνη τη χιλιοειπωμένη φράση «επανάσταση του 1821», φορτωμένη με ψεύτικες αφηγήσεις και σκόπιμες παρανοήσεις, το μόνο που φέρνει στο μυαλό είναι κάτι ξεχασμένα κάδρα με γραφικούς φουστανελάδες, με λοφία, τσαρούχια και μουστάκες, που μας κοιτάνε γεμάτοι καμάρι και ηρωισμό. Γιατί αυτοί «σκότωσαν τους κακούς τούρκους, τους άπιστους εχθρούς», όπως προσπαθούν να μας διδάξουν. Πάντα έτσι ατσαλάκωτοι, με κατάλευκες πεντακάθαρες στολές, σα να τις πήραν μόλις απ’ το καθαριστήριο, μοιάζουν υπεράνθρωποι, που μπαίνουν στο απυρόβλητο.
Ποιοι ήταν τέλος πάντων αυτοί και τι ζητούσαν; Ποια επανάσταση έκαναν και απέναντι σε ποιους; Γιατί η λέξη επανάσταση κυκλοφορεί πολύ τελευταία. Ακόμη και οι εταιρείες λένε στα διαφημιστικά τους ότι φέρνουν επανάσταση στην κινητή τηλεφωνία ή στο πλύσιμο των ρούχων ή στις τραπεζικές συναλλαγές. Ακόμη και οι συνταγματάρχες, που εγκατέστησαν το 1967 στην ελλάδα τη δικτατορία τους, επανάσταση την αποκαλούσαν. Δεν έχει νόημα να δίνουμε ξερούς ορισμούς στις λέξεις, έχει όμως σημασία να κρατάμε ζωντανό το νόημά τους, για να μην μπορεί να το κακοποιήσει και να το παραποιήσει κανένας δικτάτορας και κανένας διαφημιστής. Για να μην πέφτουμε πάντοτε στα ίδια λάθη, να μην καταφέρνει η κάθε εξουσία να επιδιώκει συμβιβασμούς με ανταλλάγματα, χρειαζόμαστε τη μνήμη. Είναι απαραίτητο να βλέπουμε τι έγινε στο παρελθόν, ώστε να μην επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη. Ο καθένας πάντοτε έχει να πει τη δική του εκδοχή για το πώς συνέβησαν τα γεγονότα· γι’ αυτό όσοι λένε πως αυτοί ξέρουν τη μία και μόνη αλήθεια, αυτοί είναι που θα ξεκινήσουν την ιστορία τους από ένα ψέμα.
Αυτό το κείμενο λοιπόν δεν έχει ως στόχο να δηλώσει τη μία και μόνη αλήθεια ούτε θέλει να δώσει ηθικά διδάγματα ∙ σκοπός του είναι να ψηλαφίσει κάποιες πλευρές εκείνης της περιβόητης «επανάστασης του 1821». Πράγματι τότε κάποιοι άνθρωποι εξεγέρθηκαν στην εξουσία που τους καταπίεζε, αλλά τα γεγονότα δεν συνέβησαν τόσο απλοϊκά όσο παρουσιάζονται. Δεν εξεγέρθηκαν οι «καλοί έλληνες» απέναντι στους «κακούς τούρκους», αλλά καταπιεσμένοι άνθρωποι από διάφορα φύλα απέναντι στους καταπιεστές τους, που μπορεί πολλές φορές να ήταν και κοινής καταγωγής. Ο ένοπλος αγώνας του 1821 δεν είχε χαρακτήρα φυλετικού ανταγωνισμού, αλλά αφορούσε αγώνα σκλάβων απέναντι σε τυράννους. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι είχε έντονα στοιχεία κοινωνικής απελευθέρωσης. Το γεγονός ότι αργότερα η οικονομική ελληνική ελίτ επέβαλε – σε συνεργασία βέβαια με τα κράτη της Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας – το «ελληνικό έθνος» και κράτος δεν αναιρεί τα ειλικρινή κίνητρα των αγωνιστών. Ο όρος «ελληνικός/η» χρησιμοποιείται εδώ για να δηλώσει τα διάφορα ελληνικά φύλα που μιλούσαν κοινή γλώσσα και συνήθως – δίχως όμως να αποτελεί δεδομένο – είχαν κοινή ή συγγενική θρησκευτική πεποίθηση, ήθη και έθιμα. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για τις άλλες φυλετικές ομάδες, που κατοικούσαν τότε στον σημερινό ελλαδικό χώρο. Σε καμία περίπτωση δεν συγχέουμε την ελεύθερη κοινωνική οργάνωση των ανθρώπων σε φυλές πριν την εμφάνιση των κρατών, με την επιβολή των εθνοτήτων από τους εξουσιαστές. Τα ζητήματα όμως αυτά είναι πολυσύνθετα και είναι βέβαιο πως αποτελούν αντικείμενο ευρύτερης ανάλυσης και επιχειρηματολογίας, κάτι που είναι αδύνατον να συμβεί στα πλαίσια αυτού του κειμένου.
Τα εθνικά κράτη δεν ήταν πάντοτε δεδομένα. Εμφανίστηκαν με πρωτόλεια μορφή περίπου τον 16ο αιώνα, καθιερώνοντας εθνικές σημαίες, εθνικούς ύμνους, εθνική λογοτεχνία, ιστορία κλπ. Με το να επαναλαμβάνονται αυτοί οι μύθοι για τα κράτη διαρκώς (στο σχολείο και παντού) παγιώθηκαν σαν μοναδικές αλήθειες. Με την ίδια λογική οι κυρίαρχες δυνάμεις του 19ου αιώνα αποφάσισαν – στο πλαίσιο της τότε αναδιάταξης της κυριαρχίας στην ανατολική μεσόγειο και τα βαλκάνια – να κατακερματίσουν την οθωμανική αυτοκρατορία. Δημιούργησαν έτσι κρατίδια-φέουδα, των οποίων ο έλεγχος θα ήταν ευκολότερος.
Θεωρείται πλέον δεδομένο στην ελληνική εκπαίδευση ότι στο σημερινό ελλαδικό χώρο ζούσαν μόνο έλληνες αδιάκοπα από την αρχαιότητα και το βυζάντιο, που κάποια στιγμή υποδουλώθηκαν στους τούρκους. Κι όμως σε αυτό τον χώρο ζούσαν εδώ και αιώνες και άλλα φύλα (αλβανοί, τούρκοι, σλάβοι, αρμένιοι, εβραίοι και άλλοι). Επίσης, το ό,τι κάποιος ήταν έλληνας ή σλάβος ή οποιασδήποτε άλλης καταγωγής δε σήμαινε πως ήταν και εναντίον των τούρκων κυριάρχων, όπως και το ό,τι ήταν τούρκος δε σήμαινε πως ήταν κυρίαρχος. Η πείνα και η φτώχεια δεν ήταν «προνόμιο» μιας συγκεκριμένης σκλαβωμένης φυλής. Εξαθλιωμένο ήταν επίσης και το μεγαλύτερο μέρος των τούρκων, μιας και ένα μικρό μόνο μέρος του πληθυσμού σχετίζονταν άμεσα με την οθωμανική κυριαρχία (κυβερνητικοί αξιωματούχοι, φοροεισπράκτορες, δυνάμεις καταστολής), τους λακέδες της και την οικονομική ελίτ. Η εξουσία δεν ενδιαφέρεται για την καταγωγή των εξουσιαζόμενων, αρκεί να είναι κανείς πρόθυμος να την υπηρετήσει. Ένας ολόκληρος συρφετός προεστών, δραγουμάνων, φαναριωτών, υψηλόβαθμων ιερέων ενδιαφέρονταν αποκλειστικά και μόνο για πλουσιοπάροχα νταλαβέρια με την εξουσία, στηρίζοντας το Οθωμανικό κράτος.
Σταδιακά οι μύθοι έγιναν αυταπόδεικτες «αλήθειες». Μετά από δεκαετίες πειραματισμών της εξουσίας η «πολιτική σταθερότητα», η δημοκρατία, οι εκλογές εμφανίζονται πως είναι τόσο απαραίτητες όσο και ο αέρας που αναπνέουμε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι εξουσιαστές προσπαθούν να μας πείσουν πως δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτά και ότι θα πρέπει ακόμη και να σκοτώσουμε ή να σκοτωθούμε για τις «αλήθειες» τους, αν κρίνουν πως χρειάζεται. Η πατρίδα και η εθνική ενότητα έγιναν αιτίες πολέμου λες και ήταν κάτι φυσικό. Πίσω από αυτές δημιουργούνταν οι κατάλληλες συνθήκες για επενδύσεις και επιβολή νόμων, που απλά έκαναν τους ισχυρούς ισχυρότερους και φρόντιζαν να κρατούν μεγάλο μέρος των ανθρώπων μακριά από την ελεύθερη γνώση, ώστε να ελέγχονται καλύτερα. Όσοι έθεταν το ζήτημα πως τα κράτη είναι μεγα-μηχανές υποδούλωσης των ανθρώπων και πρέπει να καταστραφούν αντιμετωπίστηκαν(και αντιμετωπίζονται) από τους κυρίαρχους ως ακραίοι, γραφικοί, εγκληματικά στοιχεία. Από την άλλη, οι «ρεαλιστικές λύσεις» επέβαλαν ως μόνο δρόμο για προσωπική ευτυχία τον οικονομικό πρωταθλητισμό και την ιδιοκτησία, σα να υπάρχει μία συνταγή, για να γίνει κανείς ευτυχισμένος και όποιος δεν την εκτελέσει σωστά, θα ζει στο περιθώριο και στην απαξίωση.
Ο ραγιαδισμός δεν έχει εθνικά σύνορα, ούτε αφορά σε μια συγκεκριμένη εποχή. Αν σήμερα το οποιοδήποτε κράτος ζητάει ραγιάδες μαθητές και υπόδουλους εργαζόμενους, για να εκπληρώσει τα σχέδιά του, εμείς μπορούμε να φανταστούμε τη ζωή μας χωρίς κράτη, χωρίς ρόλους που κάνουν τους ανθρώπους μαθητές, νοικοκυρές, εργάτες, αφεντικά, καλούς και κακούς, έλληνες και «ξένους». Δεν διεκδικούμε καλύτερους όρους σκλαβιάς από κανένα κράτος. Η ολική απελευθερωτική δράση θα είναι για εμάς πάντοτε η μοναδική πυξίδα στην αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας. Δεν διαπραγματευόμαστε τα όνειρα και τη ζωή μας. Ο αγώνας τον ανθρώπων για την κοινωνική απελευθέρωση δεν στοιχειώνεται από καριέρες και «προσωπικές επιτυχίες». Τα όνειρά μας τρέχουν ελεύθερα και δεν υποτάσσονται σε καμία εξουσία. Δε θέλουμε «τη φαντασία στην εξουσία», θέλουμε την ελευθερία όλων για έναν ανεξούσιο κόσμο, που δε θα στερεύει τη φαντασία των ανθρώπων με μουχλιασμένες ιστορίες για «ελληνικές επαναστάσεις» ούτε θα γεμίζει το κεφάλι τους με αποστειρωμένες έννοιες για «καλούς και κακούς».
ΑΠ’ ΤΟ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΓΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΝΑ ΤΙΣ ΦΤΙΑΧΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΤΙΣ ΖΟΥΜΕ
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση